Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὑτῷ θάνατον

  • 1 κτάομαι

    κτάομαι, [dialect] Ion. [full] κτέομαι, only as v.l. in Hdt.8.112: [tense] fut.
    A

    κτήσομαι Archil.6.4

    , Thgn.200, A.Eu. 289, Th.6.30, Pl.R. 417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.);

    κεκτήσομαι A.Th. 1022

    , E.Ba. 514, Pl.Grg. 467a ( ἐκτήσομαι in La. 192e, and prob. in Emp.110.4): [tense] aor. ἐκτησάμην, [dialect] Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: [tense] pf.

    κέκτημαι Hes.Op. 437

    , etc.,

    ἔκτημαι Il.9.402

    , A.Pr. 795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. ( κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R. 505b,

    ἐκτῆσθαι τοῦ κεκτῆσθαι ἕνεκα Tht. 198d

    ); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    ἐκτέαται Hdt.4.23

    ; subj.

    κέκτωμαι Isoc.3.49

    , Pl. Lg. 936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib. 731c, 742e,

    κεκτῴμην E.Heracl. 282

    codd.: [tense] plpf.

    ἐκεκτήμην And.1.74

    , 4.41, Lys.2.17, etc.; poet.

    κεκτήμην E.IA 404

    ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    ἔκτηντο Hdt.2.108

    ; [dialect] Att. [ per.] 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Pass., v. infr. 111.
    I [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.,
    1 procure for oneself, get, acquire,

    κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il.9.400

    , etc.; [ οἰκῆας] Od.l.c.;

    γῆν A.Eu.

    l.c., cf. Pers. 770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like , χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr. 471, Ph. 1370;

    παρά τινος X. Smp.4.43

    ;

    τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68

    ; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj. 1360, E.Or. 804 (troch.);

    κτήσασθαι παῖδας ἐξ ὁμοσπόρου Id.IT 696

    , cf. S.OT 1499, Hdt.8.105;

    παῖδας ἐς δόμους κτήσασθαι E.Fr. 491

    , cf. Supp. 225;

    πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23

    .
    b of consequences, bring upon oneself,

    αὑτῷ θάνατον S.Aj. 968

    ; incur, θεᾶς ὀργήν ib. 777;

    κακά Id.El. 1004

    ;

    ξυμφοράς E.Or. 543

    ;

    ἔχθραν πρός τινα Th.1.42

    ; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant. 924;

    κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl. 166

    , cf. IT 676;

    ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123

    .
    c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17;

    οὔ ποτ' εὔνουν τὴν ἐμὴν κτήσῃ φρένα S.Ph. 1281

    .
    II in [tense] pf. and [tense] plpf. with [tense] fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd. 28od),

    οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402

    , cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr. 260b;

    ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155

    , cf. S.Ph. 778;

    στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161

    ;

    κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr. 795

    ; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag. 1051;

    κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba. 1343

    ;

    κ. κάλλος X.Smp.1.8

    ;

    ἀρετήν Pl.Prt. 340e

    ;

    τέχνην Lys.24.6

    ; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg. 829c: dub. in [tense] aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between [tense] pres. and [tense] pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους.. ποιεῖ ζῆν: later, [tense] pres. in [tense] pf. sense, Ev.Luc.18.12.
    c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use,

    ἔχων τε καὶ κεκτημένος.. κακά S.Ant. 1278

    ;

    ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Pl.R. 382b

    . cf. Tht. 197b, 198d, Cra. 393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht. 197b.
    d abs., to be a property-owner,

    τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73

    (Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.).
    2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.;

    οἱ κ. A.Supp. 337

    ; of a husband, E.IA 715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr. 762, Ar.Ec. 1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48.
    III [tense] aor. 1 [voice] Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten,

    ἃ ἐκτήθη Th.1.123

    , 2.36; to be obtained as property,

    δουλόσυνος πρὸς οἶκον κτηθεῖσα E.Hec. 449

    (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: [tense] fut.

    κτηθήσομαι LXX Je.39

    (32).43. ([voice] Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτάομαι

  • 2 λίσσομαι

    λίσσομαι, Hom., Lyr., Trag.; [dialect] Ep. Iterat.
    A

    λισσέσκετο Il.9.451

    : [tense] aor. 1 ἐλῐσάμην, [dialect] Ep.

    ἐλλ. Od.11.35

    ; imper.

    λίσαι Il.1.394

    ; subj. [ per.] 2sg.

    λίσῃ Od.10.526

    : [tense] aor. 2 inf.

    λῐτέσθαι Il.16.47

    ; opt.

    λῐτοίμην Od.14.406

    . (For [tense] pres. [full] λίτομαι, v. sub voce):—beg, pray, either abs. or c. acc. pers.,

    λισσομένη προσέειπε Δία Il.1.502

    ;

    εὐχωλῇσι λιτῇσί τε ἔθνεα νεκρῶν ἐλλισάμην Od.11.35

    , etc.; the thing by which one prays is found with ὑπέρ, λ. ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων, Il.15.660, 22.338;

    λ. τινὰ ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος 24.467

    : or simply in gen.,

    λ. Ζηνὸς ἠδὲ Θέμιστος Od.2.68

    ;

    λ. τινὰ γούνων Il.9.451

    , Od.22.337 (for which in Il.6.45 we have λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων, cf. Od.6.142;

    τῆ ἑτέρῃ μὲν ἑλὼν ἐλλίσσετο γούνων Il.21.71

    ;

    ἥπτετο χείρεσι γούνων ἱέμενος λίσσεσθ' 20.469

    ); also in Trag.,

    πρὸ.. τέκνων σε λ. E. Tr. 1045

    (v. infr.): an inf. is freq. added, as οὐδέ σ' ἔγωγε λίσσομαι εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν I do not pray thee to remain, Il.1.174, cf. 283, B.10.69, Pi.P.4.207;

    πρός νυν θεῶν σε λ. ἐμοὶ πιθέσθαι S.El. 428

    ; καὶ μὴ προδοῦναι λ. prays her not to abandon him, E.Alc. 202: more rarely with an acc. and inf. added, λίσσονται Δία.. Ἄτην ἅμ' ἕπεσθαι they pray Zeus that Ate may follow, Il.9.511, cf. Od.8.30: sts. folld. by ὅπως, λίσσεσθαί μιν, ὅπως νημερτέα εἴπῃ entreat him to say the truth, 3.19; or by ἵνα, ib. 327: in Trag. parenth.,

    μὴ πρόλειπε, λ., πάτερ A. Supp. 748

    ;

    μή, λίσσομαί σ', αὔδα τάδε S.Aj. 368

    , cf. OT 650 (lyr.), Ar. Pax 382.
    3 in Hom. freq. c. dat. modi,

    ἐπέεσσι Il.21.98

    , al.;

    εὐχῇσι Od.10.526

    ;

    εὐχωλῆσι λιτῆσί τε ἐλλισάμην 11.35

    .—Rare in Prose, as Hdt.1.24, LXXJb.17.2, Luc.Syr.D.18; in Pl.R. 366a there is a ref. to Il.9.501. [ The λ- freq. makes position in [dialect] Ep., Il.1.394, al.; written λλ after the augm., v. supr.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίσσομαι

  • 3 μέλλω

    μέλλω, [tense] impf. ἔμελλον and ἤμελλον (v. infr.), [dialect] Ep.
    A

    μέλλον Il.17.278

    , Od.1.232, 9.378, B.12.164; [dialect] Ep., [dialect] Ion.

    μέλλεσκον Theoc.25.240

    , Mosch.2.109: [tense] fut.

    μελλήσω D.6.15

    , Ev.Matt.24.6: [tense] aor.

    ἐμέλλησα Th.3.55

    , X.HG5.4.65, etc., and ἠμ- (v. infr.):—[voice] Pass. and [voice] Med., v. infr. v.—Only [tense] pres. and [tense] impf. in Hom., Hes., Lyr., and Trag.: [tense] aor. only in Prose (exc. Thgn., v. infr.): the [tense] impf. ἤμελλον with long augm. is established by the metre in Hes.Th. 898, Thgn.906, Ar.Ec. 597, Ra. 1038 (both anap.), A.R.1.1309 (cf. Sch. ad loc.), Call.Del. 58: [tense] aor. 1

    ἠμέλλησα Thgn.259

    ; ἤμελλον is not found in earlier [dialect] Att. Inscrr., but occurs in Pap., as PPetr.2p.146 (iii B. C.), Phld.Rh.1.145 S. (but

    ἔμελλον Hyp.Ath.7

    , Arist.Ath.25.3).
    I to be destined or likely to, indicating an estimated certainty or strong probability in the present, past, or future (cf. Aristonic. ap. Sch.Il.10.326, 11.817, 16.46,al.): a. c. [tense] pres. inf. (or its equivalent), of a probability in the present, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν where belike the best are holding counsel, Il.10.326; ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι to whom thou doubtless prayest, 11.364; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι doubtless thou knowest, Od.4.200; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike you have heard it, Il.14.125, cf. Od.4.94;

    οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι Il.2.116

    ; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν methinks it is the gods who give wealth, Od.18.19; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι you may be sure it is my good pleasure, Il.1.564. b. c. [tense] aor. inf., of a probability in the past, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί I must have become hateful to father Zeus, 21.83; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων a god must surely have bidden thee, Od.4.274; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι you must often have prayed, 22.322; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, 4.377; ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω at any other time rather than this I may have drawn back.., Il.13.777; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι before now, no doubt, a man has lost.., 24.46, cf. 18.362;

    τοῦ δ' ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ' οἰωνοὶ ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.133

    ; of a destiny in the past, ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον.. λιτέσθαι he was fated to have been praying for his own death, Il.16.46; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἑταίρῳ κτεινομένῳ ἐπαμῦναι since I was (i.e. am) not destined to have succoured my comrade when they were slaying him, 18.98: c. [tense] pres. inf., οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι he was to turn out no helpless man whose comrades you ate, Od.9.475. c. c. [tense] fut. inf., of a destin y or probability in the future, ἅ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.2.36; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν ib. 694;

    ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἔγωγε νοστήσας οἶκόνδε.. εὐφρανέειν ἄλοχον 5.686

    , cf. 12.113, 22.356, Od.13.293, 384;

    μέλλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ 7.270

    ; περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι they were to have run.., Il.11.700, cf. E.HF 463;

    χρόνῳ ἔμελλέ σ' Ἕκτωρ.. ἀποφθίσειν S.Aj. 1027

    ;

    ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾶς τοῦ κοάξ Ar.Ra. 268

    ;

    φεύγεις; ἔμελλόν σ' ἆρα κινήσειν ἐγώ Id.Nu. 1301

    , cf. V. 460, Pl. 103, Ach. 347: c. [tense] pres. inf., καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι I had a chance of being, might have been.., Od.18.138;

    μέλλεν ποτὲ οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν 1.232

    : c. [tense] aor. inf. (cf. infr. 11),

    οὐδεὶς ἂν οὐδὲ μελλήσειε γενέσθαι ἀγαθός Arist.EN 1105b11

    : with inf. understood, [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] A.Pers. 814; ἀλλ' οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί' οὐδέ γε μέλλει no, not likely! Ar.Pl. 551;

    οὐδὲν.. οὔτε ἐπάθετε οὔτε ἐμελλήσατε Th.3.55

    ;

    οὔτ' ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ' ἐμέλλησεν Din.1.49

    .
    d in εἰ clauses, εἰ μέλλει πόλις εἶναι if it is to be a city, Pl.Prt. 324e: c. [tense] fut. inf., εἰ ἐμέλλομεν.. ἀνοίσειν if we were to refer.., Id.Phd. 75b: c. [tense] aor. inf.,

    εἰ μέλλομεν.. δηλῶσαι Id.Lg. 713a

    , cf. Smp. 184d, Plt. 268d, al.: so in part.,

    τὴν μέλλουσαν οἰκήσεσθαι πόλιν καλῶς Arist. Pol. 1261a3

    , etc.
    e in final clauses, ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, = ᾗ ἄριστα ἕξει, Th.8.39;

    εἴχομεν ἂν.. ἐπιστάτην λαβεῖν.. ὃς ἔμελλεν.. ποιήσειν Pl.Ap. 20b

    , cf. App.Syr.46, etc.
    f in questions, the inf. being understood, τί οὐ μέλλω ( μέλλεις, etc.); why shouldn't I? why is it not likely that I should?, i. e. yes, of course, τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω (sc. ἑορακέναι); of course I have, X. HG4.1.6; τί δ' οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Pl.R. 605c; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Id.Phd. 78b, etc.; ἀλλὰ τί μέλλει; what (else) would you expect? i. e. yes, of course, Id.R. 349d, Hp.Mi. 373d.
    II to be about to, in purely temporal sense, c. [tense] fut. inf.,

    Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ' ἄρ' ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il.6.515

    ; ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου.. ἁψάμενος λίσσεσθαι (perh. [tense] pres. inf.),

    ὁ δ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε 10.454

    ;

    ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε Od.22.9

    , cf. Il.23.544, 2.39, 6.52, 393; δειπνήσειν μέλλομεν, ἢ τί; Ar.Av. 464, cf. Eq. 931 (lyr.), Th.2.8, etc.: c. [tense] pres. inf., τί μέλλεις δρᾶν; Ar.V. 1379,Th. 215, cf. Ec. 760, Ach. 493, Av. 498, al.;

    μέλλω μαίνεσθαι Lyr.Alex.Adesp.1.23

    : more rarely c. [tense] aor. inf.,

    παθεῖν A.Pr. 625

    ;

    κτανεῖν S.OT 967

    (nisi leg. κτενεῖν) ; ἀναλαβεῖν, λιπεῖν, θανεῖν, E.Or. 292, Heracl. 709, Med. 393; ἀπολέσαι, λαβεῖν, Ar.Av. 366, Ach. 1159 (lyr.);

    προσθεῖναι Th.3.92

    ;

    οὐδὲ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι D.35.19

    : Phryn.316 wrongly condemns this constr.—The inf. is sts. omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν or πράξειν ) the expectation of good things, E.Or. 1182, cf. IA 1118.
    III to be always going to do without ever doing: hence, delay, put off, freq. in Trag. (also in [voice] Med. μέλλομαι, v. infr. IV fin.): in this signf. usu. folld. by [tense] pres. inf., S.OT 678 (lyr.), OC 1627, etc.; τοὺς ξυμμάχους.. οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν· οἱ δ' οὐκέτι μέλλουσι κακῶς πάσχειν we shall not delay to succour our allies, for their sufferings are not being delayed, Th.1.86: freq. with μὴ οὐ, A.Pr. 627, S.Aj. 540: with μή, τί μέλλομεν.. μὴ πράσσειν κακά; E.Med. 1242: rarely folld. by [tense] aor. inf., Id.Ph. 299 (lyr.), Rh. 673: inf. is freq. omitted, τί μέλλεις; why delayest thou? A.Pr.36, cf. Pers. 407, Ag. 908, 1353, S.Fr. 917, Th.8.78, etc.;

    μακρὰ μ. S.OC 219

    (lyr.);

    Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας E. Heracl. 723

    ;

    ἴωμεν καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι Pl.Lg. 712b

    ; μέλλον τι.. ἔπος a hesitating word, which one hesitates to speak, E. Ion 1002; μέλλων σφυγμός a hesitating pulse, Gal.8.653.
    IV part. μέλλων is used quasi-adjectivally, ὁ μ. χρόνος the future time, Pi.O.10(11).7, A.Pr. 839, Arist.Top. 111b28: Gramm., ὁ μέλλων the future tense, D.T.638.23, A.D.Synt.69.28, etc.; ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις his future power, Pl.R. 494c;

    μ. φυλάξασθαι χρέος Pi.O.7.40

    ; τὸν μ. βλαστόν ( καρπόν codd.) Thphr.HP4.15.1: esp. in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα things to come, the future, Pi.O.2.56, A.Pr. 102, Th.1.138, 4.71, Pl.Tht. 178e, etc.; opp. to what is simply future ([etym.] τὸ ἐσόμενον), Arist.Div.Somn. 463b29, cf. GC 337b4; εἰς τὸ μέλλον (sc. ἔτος) Ev.Luc.13.9, cf. PLond.3.1231.4 (ii A. D.), Plu.Caes.14:—also in [voice] Med., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Th.5.111:— but
    V [voice] Pass. μέλλομαι, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, X.An.3.1.47; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, D.4.37: [tense] fut. μελλήσομαι dub. l. in Procop. Goth.2.30: [tense] pf. part. μεμελλημένος, = μέλλων, σφυγμός Gal.9.308.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλλω

  • 4

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

  • 5

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

  • 6 θάνατος

    θάνατος, ου, ὁ (Hom.+)
    the termination of physical life, death
    natural death J 11:4, 13; Hb 7:23; 9:15f; Rv 18:8 (s. also 1d); 1 Cl 9:3. Opp. ζωή (Mel., P. 49, 355; cp. 2a.) Ro 7:10; 8:38; 1 Cor 3:22; 2 Cor 1:9 (s. also 1bα); Phil 1:20. γεύεσθαι θανάτου taste death = die (γεύομαι 2) Mt 16:28; Mk 9:1; Lk 9:27; J 8:52; Hb 2:9b. Also ἰδεῖν θάνατον (Astrampsychus p. 26 Dec. 48, 2. Also θεάομαι θ. p. 6 ln. 53) Lk 2:26; Hb 11:5; ζητεῖν τὸν θ. Rv 9:6 (where follows φεύγει ὁ θ. ἀπʼ αὐτῶν). θανάτου καταφρονεῖν despise death ISm 3:2; Dg 10:7a (Just., A II, 10, 8 al.; Tat. 11, 1 al.). περίλυπος ἕως θανάτου sorrowful even to the point of death (Jon 4:9 σφόδρα λελύπημαι ἕως θανάτου; Sir 37:2) Mt 26:38; Mk 14:34; ἄχρι θ. to the point of death of a devotion that does not shrink even fr. the sacrifice of one’s life Rv 2:10; 12:11 (TestJob 5:1; cp. Just., D. 30, 2 μέχρι θ. al.); διώκειν ἄχρι θανάτου persecute even to death Ac 22:4. Also διώκειν ἐν θανάτῳ B 5:11. διώκειν εἰς θ. AcPl Ha 11, 20 (opp. εἰς ζωήν). εἰς θ. πορεύεσθαι go to one’s death Lk 22:33. [ἀναβῆναι] εἰς τὸν τοῦ θανάτου [τόπον] AcPl Ha 6, 30. ἀσθενεῖν παραπλήσιον θανάτῳ be nearly dead with illness Phil 2:27; ἐσφαγμένος εἰς θ. receive a fatal wound Rv 13:3a. ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου a fatal wound 13:3b, 12. φόβος θανάτου Hb 2:15.
    of death as a penalty (Thu. et al.; Diod S 14, 66, 3: the tyrant is μυρίων θανάτων τυχεῖν δίκαιος=‘worthy of suffering countless deaths’; Just., A I, 45, 5 θανάτου ὁρισθέντος κατὰ … τῶν ὁμολογούντων τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ al.).
    α. as inflicted by secular courts ἔνοχος θανάτου ἐστίν he deserves death (ἔνοχος 2bα) Mt 26:66; Mk 14:64; παραδιδόναι εἰς θ. betray, give over to death Mt 10:21; Mk 13:12 (ApcEsdr 3:12 p. 27, 23 Tdf.). θανάτῳ τελευτᾶν die the death = be punished w. death Mt 15:4; Mk 7:10 (both Ex 21:17). ἄξιον θανάτου, deserving death (the entire clause οὐδὲν … αὐτῷ=he is not guilty of any capital crime; cp. Jos., Ant. 11, 144) Lk 23:15 (s. αἴτιος 2); Ac 23:29; 25:11, 25. αἴτιον θανάτου Lk 23:22 (s. αἴτιος 2). Also αἰτία θανάτου (Lucian, Tyrannic. 11) Ac 13:28; 28:18; κρίμα θ. sentence of death: παραδιδόναι εἰς κρίμα θ. sentence to death Lk 24:20; fig. ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θ. ἐσχήκαμεν 2 Cor 1:9. κατακρίνειν τινὰ θανάτῳ (εἰς θάνατον v.l.) condemn someone to death Mt 20:18.—Several of the pass. just quoted refer to the death sentence passed against Christ; sim., θάνατος is freq. used
    β. of the death of Christ gener. (Just., D. 52, 4 al.; ἀνθρώπου θ. ἀποθανεῖν Orig., C. Cels. 1, 61, 40): Ro 5:10; 6:3–5; 1 Cor 11:26; Phil 2:8a; 3:10; Col 1:22; Hb 2:14a; IEph 7:2; 19:1; IMg 9:1; ITr 2:1. τὸ πάθημα τ. θανάτου the suffering of death Hb 2:9. ἕως θανάτου καταντῆσαι even to meet death Pol 1:2.—GWiencke, Pls über Jesu Tod ’39.—The expr. ὠδῖνες τοῦ θανάτου, used Ac 2:24 in a passage referring to Christ, comes fr. the LXX, where in Ps 17:5 and 114:3 it renders חֶבְלֵי־מָוֶת (cp. 1QH 3, 7–12). This would lit. be ‘bonds of death’. But an interchange of חֶבֶל ‘bond’ and חֵבֶל ‘pain’, specif. ‘birth-pangs’, has made of it pangs of death (cp. a sim. interchange in 2 Km 22:6 al. LXX, and the expr. in Pol 1:2 λύσας τ. ὠδῖνας τοῦ ᾅδου after Ac 2:24 v.l.). This results in a remarkably complex metaphor (s. BGildersleeve, Pindar 1885, 355 on ‘telescoped’ metaphor) Ac 2:24, where death is regarded as being in labor, and unable to hold back its child, the Messiah (s. Beginn. IV ad loc.; Field, Notes 112).
    γ. of natural death as divine punishment (Did., Gen. 148, 25; 171, 9) Ro 5:12ab; 21; 1 Cor 15:21; B 12:2, 5.
    of the danger of death (2 Ch 32:11) σῴζειν τινὰ ἐκ θανάτου save someone fr. death (PsSol 13:2 [ἀπὸ … θ.]; Ael. Aristid. 45 p. 120 D.; Just., D. 98, 1 σωθῆναι ἀπὸ τοῦ θ.) Hb 5:7. Also ῥύεσθαι ἐκ θ. 2 Cor 1:10 (Just., D. 111, 3). θάνατοι danger(s)/perils of death (Epict. 4, 6, 2; Ptolem., Apotel. 2, 9, 5; Ael. Aristid. 46 p. 307 D.: ὥσπερ Ὀδυσσεὺς θ.; Maximus Tyr. 15, 8a; Philo, In Flacc. 175 προαποθνῄσκω πολλοὺς θανάτους) 11:23. μέχρι θανάτου ἐγγίζειν come close to dying Phil 2:30. 2 Cor 4:11, cp. vs. 12, is reminiscent of the constant danger of death which faced the apostle as he followed his calling.
    of the manner of death (Artem. 1, 31 p. 33, 10; 4, 83 p. 251, 16 μυρίοι θ.=‘countless kinds of death’; TestAbr A 20 p. 102, 25 [Stone p. 52] ἑβδομήκοντα δύο εἰσὶν θ.; ParJer 9:22; Ps.-Hecataeus: 264 Fgm. 21, 191 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 191]) ποίῳ θ. by what kind of death J 12:33; 18:32; 21:19. θ. σταυροῦ Phil 2:8b.
    death as personified Ro 5:14, 17; 6:9; 1 Cor 15:26 (cp. Plut., Mor. 370c τέλος ἀπολεῖσθαι [for ἀπολείπεσθαι] τὸν Ἅιδην); vss. 54–56 (s. on κέντρον 1); Rv 1:18; 6:8a; 20:13f; 21:4; B 5:6; 16:9 (this concept among Jews [Hos 13:14; Sir 14:12; 4 Esdr 8, 53; SyrBar 21, 23; TestAbr A 16ff; Bousset, Rel.3 253, 2] and Greeks [ERohde, Psyche1903, II 241; 249; CRobert, Thanatos 1879].—JKroll, Gott u. Hölle ’32; Dibelius, Geisterwelt 114ff; JUbbink, Paulus en de dood: NThSt 1, 1918, 3–10 and s. on ἁμαρτία 3a).
    death viewed transcendently in contrast to a living relationship with God, death extension of mng. 1 (Philo)
    of spiritual death, to which one is subject unless one lives out of the power of God’s grace. θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ J 8:51. Opp. ζωή 5:24; 1J 3:14; Ro 7:10; 8:6. This death stands in the closest relation to sin: Ro 7:13b; Js 1:15; 5:20; 2 Cl 1:6; Hv 2, 3, 1; also to the flesh: Paul thinks of the earthly body as σῶμα τ. θανάτου Ro 7:24. In contrast to the gospel the law of Moses engraved on stone διακονία τοῦ θανάτου service that leads to death 2 Cor 3:7 (cp. Tat. 14, 1 θανάτου … ἐπιτηδεύματα). The νόμος, which is τὸ ἀγαθόν, proves to be θάνατος death = deadly or cause of death Ro 7:13a. The unredeemed are ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου Mt 4:16; cp. Lk 1:79 (both Is 9:2). ἐν σκοτίᾳ θανάτου AcPl Ha 8, 32 (=BMM verso 4). This mng. of θάνατος cannot always be clearly distinguished fr. the foll., since spiritual death merges into
    eternal death. θαν. αἰώνιος B 20:1. This kind of death is meant Ro 1:32; 6:16, 21, 23; 7:5; 2 Cor 7:10; 2 Ti 1:10; Hb 2:14b; B 10:5; 2 Cl 16:4; Dg 10:7b; Hv 1, 1, 8; m 4, 1, 2. ἁμαρτία πρὸς θάνατον 1J 5:16f (Polyaenus 8, 32 bravery πρὸς θ.=‘to the point of death’; s. ἁμαρτάνω e and TestIss 7:1 ἁμαρτία εἰς θάνατον). ὀσμὴ ἐκ θανάτου εἰς θάνατον a fragrance that comes from death and leads to death 2 Cor 2:16. In Rv this (final) death is called the second death (ὁ δεύτερος θ. also Plut., Mor. 942f) 2:11; 20:6, 14b; 21:8 (s. TZahn, comm. 604–8).—GQuell, Die Auffassung des Todes in Israel 1926; JLeipoldt, D. Tod bei Griechen u. Juden ’42; TBarrosse, Death and Sin in Ro: CBQ 15, ’53, 438–59; ELohse, Märtyrer u. Gottesknecht ’55 (lit.); SBrandon, The Personification of Death in Some Ancient Religions, BJRL 43, ’61, 317–35.
    a particular manner of death, fatal illness, pestilence and the like, as established by context (Job 27:15; Jer 15:2: θάνατος … μάχαιρα … λιμός) Rv 2:23. ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ κ. ἐν λιμῷ κ. ἐν θανάτῳ 6:8b; 18:8 (cp. PsSol 13:2; 15:7; Orig., C. Cels. 5, 37, 10).—JToynbee, Death and Burial in the Roman World ’71; SHumphreys, The Family, Women, and Death ’83.—B. 287. DELG. BHHW III 1999–2001. 1609–13. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > θάνατος

  • 7 σύνοιδα

    σύνοιδα, [tense] pf. with [tense] pres. sense, [ per.] 1pl.
    A

    σύνισμεν Pl.Sph. 232c

    , [dialect] Ion.

    συνοίδαμεν Hdt.9.60

    , [ per.] 3pl.

    συνίσᾱσι S.El.93

    (anap.), Isoc.8.113, X. Cyr.3.1.9, etc. (rarely

    συνοίδασι Lys.11.1

    , Plb.27.9.11); imper.

    σύνισθι E.Hec. 870

    ; inf.

    ξυνειδέναι S.Ant. 266

    : [tense] plpf. with [tense] impf. sense, συνῄδειν, [dialect] Att. συνῄδη, dual συνῄστην, pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, [dialect] Ion.[ per.] 2pl.

    συνῃδέᾰτε Hdt.9.58

    : [tense] fut. συν ([etym.] ξυν-) είσομαι Ar.Ec.17, V. 999, X.HG2.4.17 (rarely

    συνειδήσω Isoc.1.16

    , and [tense] aor. part.

    - ειδήσας Phld.Lib. p.32

    O.):— know something about a person, esp. as a potential witness for or against him, (sc. Δίκη)

    σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ' ἐόντα Sol.4.15

    ; τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν to both of which I, knowing them true of you, can testify, Hdt.5.24;

    εἰ τέοισί τι χρηστὸν συνῄδεε πεποιημένον Id.8.113

    ;

    ἐπαινεόντων τούτους τοῖσί τι καὶ συνῃδέατε Id.9.58

    ; τὰ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ σύνιστε our other services to which you can testify, Th.1.73;

    ἂ ξύνισμεν τοῖσιν ἵπποις βουλόμεσθ' ἐπαινέσαι Ar.Eq. 595

    (troch.);

    συνοίδαμεν ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι Hdt.9.60

    ; ὑπολαμβάνων παρ' ὑμῶν ἑκάστῳ τὸ συνειδὸς ὑπάρχειν μοι believing that I can rely on your acknowledgement of my services, D.18.110; τί μοι σύνοισθα τοιοῦτον εἰργασμένῳ; X.Smp.4.62;

    σύνοιδα τῷ μειρακίῳ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεί Men.Sam.57

    ;

    πότερον οὐ συνοίδασιν αὐτῷ ποιοῦντι τὰ δίκαια Plb.27.9.11

    ; ξυνειδὼς οὐ φράσεις; S.OT 330;

    ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν Pl.Prt. 348b

    ;

    ἐρῶ.. ἂ σύνοιδα αὐτῷ X.Mem.2.7.1

    ; οὐκ αἰσχυνοῦμαι.. εἰπεῖν (v.l.)

    ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr. 200

    ;

    ξύνοιδ' ἄντροισιν αἰσχύνην τινά E. Ion 288

    ; θνῄσκοντι συνείσῃ (cj. Reiske for συνοίσῃ) thou wilt witness my death, S.Ph. 1085 (lyr.);

    διὰ δικαιοσύνην, τήν οἱ ἄλλην συνῄδεε ἐοῦσαν Hdt.7.164

    ;

    τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ' S.OC 948

    ; δύ' ἡμῶν ἢ τρία κακὰ ξυνειδὼς εἶπε δρώσας μυρία (sc. Εὐριπίδης) Ar.Th. 475, cf. 553;

    ἀφανίζει τὸν παῖδα, ὃς συνῄδει περὶ τῶν χρημάτων Isoc.17.11

    , cf. Men.Epit. 210;

    τῆς ἁρπαγῆς τοῦ παιδὸς εἰ ξύνοισθά τι, ταχέως λέγειν χρή Antiph.74.3

    ; καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν; A.Ch. 216; σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην ib. 217; σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσι I can bear witness that most of them are far from pleased.., Isoc.7.50; with a mixture of dat. and acc.constr.,

    συνίσασι γὰρ αὐτῷ.. καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων.. δυνάμενον Id.15.120

    ;

    ἐγώ σοι σ... ἀνιστάμενον καὶ.. βαδίζοντα καὶ ἀναπείθοντα X.Oec.3.7

    ; freq. with reflex. Pron. in dat.,

    ἔμ' αὔτᾳ τοῦτο σύνοιδα Sapph.15

    ; ἐξ ὧν αὐτὸς σύνοισθα σαυτῷ ἐν τῇ τῶν γραμμάτων μαθήσει from your experience of yourself.., Pl.Tht. 206a; σύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ ([etym.] δείν') Ar.Th. 477, cf. X.Mem.2.9.6, Pl.R. 331a;

    ξυνειδέναι τί μοι δοκεῖς σαυτῷ καλόν Ar.Eq. 184

    ;

    πολλὴν ἑαυτοῖς συνειδέναι ἀσέβειαν X.Ap.24

    ;

    συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν Pl.Phdr. 235c

    ;

    τὴν πατρίδα, εἰς ἢν τοσαύτην εὔνοιαν ἐμαυτῷ σύνοιδα D.Ep.2.20

    ;

    σ. ἑαυτοῖς ἄγνοιαν Arist.EN 1095a25

    ;

    σ. αὑτῷ τὴν δειλίαν Id.HA 618a26

    ;

    μηδὲν ἑαυτοῖς ἄτοπον συνειδέναι Socr.

    ap. Stob.3.24.13, cf. Isoc.3.59, LXX Jb.27.6, 1 Ep.Cor.4.4; συνειδότες αὑτοῖς with full consciousness, Polystr.p.15 W.:—with part.
    a in nom., πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ' ἐγὼ ξυνείσομαι, φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα; Ar.V. 999;

    ἡνίκ' ἄν τις ἐσθλὸς ὢν αὑτῷ συνειδῇ S.Fr. 931

    ;

    ὅστις τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς X.An.2.5.7

    ;

    σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Id.Cyr. 1.5.11

    ; συνειδέναι σαυτῷ δοκεῖς οὐπώποτ' ἀμελήσας αὐτῶν ib.1.6.4, cf. 3.3.38, HG2.3.12;

    οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν σύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν Pl.Ap. 21b

    ;

    ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων Isoc.5.79

    .
    2 c. dat. rei, know something about a thing,

    τοῖς διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν Pl.Phd. 92d

    ;

    διὰ τὸ συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυ[μ]μένοις καὶ κάμνουσιν ἤδη τῷ πολέμῳ Plb.1.62.7

    ;

    σε.. συνειδότα τοῖς πρὸς ἐμὲ σοὶ πεπολιτευμένοις Phalar.Ep. 109

    ; καιρὸς.. σὲ εἰπεῖν ἃ σύνοισθα τῷ βίῳ ἑκάστῳ what you know about each life, Luc.Gall.15.
    II share the knowledge of something with somebody, to be implicated in or privy to it, οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκθεσιν τέκνου; E. Ion 956;

    δουλοῖ γὰρ ἄνδρα,.. ὅταν ξυνειδῇ μητρὸς ἢ πατρὸς κακά Id.Hipp. 425

    ; ξύνοιδε δ' οὔτις οἰκετῶν νόσον ib. 40;

    συνίσασί σοι πάντα ὅσα ἔπραξας X.Cyr.3.1.9

    ;

    ξυνίσασ' εὐναὶ.. ὅσα θρηνῶ S.El.93

    (anap.);

    πλῆθος ὃ ξυνῄδει Th.4.68

    ; ξυνειδώς τις ibid.;

    ὁ συνειδὼς καὶ μὴ φράζων Pl.Lg. 742b

    ;

    οἱ ξυνειδότες σφίσι Th. 1.20

    ;

    οἱ συνειδότες πεποιηκότι τι δεινόν Arist.Rh. 1382b6

    ;

    σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι.. Pl.Phdr. 257d

    ;

    σύνισμεν ὡς.. Id.Sph. 232c

    ;

    σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ X.An.7.6.18

    ; συνειδέναι δὲ (sc. τὰς μαντηΐας)

    καὶ τοὺς Πυθίους Hdt.6.57

    ;

    συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός Act.Ap.5.2

    :— with part.
    b in acc.,

    ἀνδράποδα, ἂ συνῄδει τὴν γυναῖκα.. θάνατον μηχανωμένην Antipho 1.9

    , cf. Pl.Lg. 773b, 870d, D.49.58, 59.67, 61.23.
    III know well, αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα; as from his own knowledge, or.. ? S.OT 704; so also (unless there is ellipse of reflex. Pron.)

    σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E. Or. 396

    ;

    σύνοισθά γ' εἰς ἔμ' οὐκ εὔορκος ὤν Id.Med. 495

    .
    IV c. dat. rei. to be privy to, BGU1141.50 (i B.C.); τῷ φόνῳ Sch.Hermog. in Rh.4.355 W.
    V τὸ συνειδός complicity,

    τὸ σ. τοῦ πράγματος Plu.Publ.4

    ; consciousness,

    τοῦ ἐνδεοῦς Id.2.84d

    .
    2 conscience,

    ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῦ Paus.7.10.10

    , cf. Hld.6.7, Alciphr.1.10.5, Chor.p.38 B.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοιδα

  • 8 παραδίδωμι

    παραδίδωμι (Pind., Hdt.+) pres. 3 sg. παραδίδει (-δίδη cod. [ApcEsdr 3:12 p. 27, 23 Tdf.]), subj. 3 sg. παραδιδῷ and παραδιδοῖ 1 Cor 15:24 (B-D-F §95, 2; W-S. §14, 12; Mlt-H. 204), ptc. παραδιδούς; impf. 3 sg. παρεδίδου Ac 8:3 and 1 Pt 2:23, pl. παρεδίδουν Ac 16:4 v.l.; 27:1 and παρεδίδοσαν 16:4 (B-D-F §94, 1; Mlt-H. 202); fut. παραδώσω; 1 aor. παρέδωκα; 2 aor. indic. παρέδοσαν Lk 1:2; 2 aor. subj. 3 sg. παραδῷ and παραδοῖ Mk 4:29; 14:10, 11; J 13:2 (B-D-F §95, 2; Mlt-H. 210f), impv. παράδος, ptc. παραδούς; pf. παραδέδωκα, ptc. παραδεδωκώς (Ac 15:26); plpf. 3 pl. παραδεδώκεισαν Mk 15:10 (on the absence of augment s. B-D-F §66, 1; Mlt-H. 190). Pass.; impf. 3 sg. παρεδίδετο 1 Cor 11:23b (-δίδοτο is also attested; B-D-F §94, 1; Mlt-H. 206); 1 fut. παραδοθήσομαι; 1 aor. παρεδόθην; perf. 3 sg. παραδέδοται Lk 4:6, ptc. παραδεδομένος (Ac 14:26).
    to convey someth. in which one has a relatively strong personal interest, hand over, give (over), deliver, entrust
    a thing τινί τι (Jos., Ant 4, 83; Mel., P. 42, 290; 292; 294) τάλαντά μοι Mt 25:20, 22. αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ vs. 14. ὑμῖν τὴν γῆν 1 Cl 12:5. τινὶ τὴν κτίσιν Hv 3, 4, 1; λίθους Hs 9, 7, 1; ἀμπελῶνα 5, 6, 2. Also in the sense give back, restore, give up (X., Hell. 2, 3, 7 τινί τι) αὐτῷ τὴν παρακαταθήκην ἣν ἔλαβον Hm 3:2.—Pass., w. the thing easily supplied fr. the context ἐμοὶ παραδέδοται Lk 4:6.—παρέδωκεν τὸ πνεῦμα J 19:30 (ApcMos 42; cp. TestAbr B 12 p. 117, 4f [Stone p. 82] Σαρρα … παρέδωκε τὴν ψυχήν; ParJer 9:8; ApcEsdr 7:14) needs no dat.: he gave up his spirit voluntarily. ἄνθρωποι παραδεδωκότες τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ κυρίου men who have risked ( pledged Field, Notes 124) their lives for the name of the Lord Ac 15:26. καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι and if I give up my body to be burned 1 Cor 13:3 (Maximus Tyr. 1, 9i τῇ Αἴτνῃ αὐτοῦ παραδοὺς σῶμα; Syntipas p. 60, 11 πυρὶ σεαυτὴν παραδίδως). ὅταν παραδιδοῖ τ. βασιλείαν τῷ θεῷ when (Christ) delivers the kingship to God 15:24.
    hand over, turn over, give up a person ([Lat. trado] as a t.t. of police and courts ‘hand over into [the] custody [of]’ OGI 669, 15; PHib 92, 11; 17; PLille 3, 59 [both pap III B.C.]; PTebt 38, 6 [II B.C.] al.—As Military term ‘surrender’: Paus. 1, 2, 1; X., Cyr. 5, 1, 28; 5, 4, 51.) τινά someone Mt 10:19; 24:10; 27:18; Mk 13:11; Ac 3:13. Pass. Mt 4:12; Mk 1:14; Lk 21:16. τινά τινι Mt 5:25 (fr. one official to another, as UPZ 124, 19f [II B.C.]; TestAbr B 10 p. 115, 11 [Stone p. 78]); 18:34; 27:2; Mk 10:33b; cp. 15:1; Lk 12:58; 20:20; J 18:30, 35; Ac 27:1; 28:16 v.l.; Hs 7:5; 9, 10, 6; Pass. Lk 18:32; J 18:36; Hv 5:3f; m 4, 4, 3; Hs 6, 3, 6b; 9, 11, 2; 9, 13, 9; 9, 20, 4; 9, 21, 4. τὸν Ἰησοῦν παρέδωκεν τῷ θελήματι αὐτῶν Lk 23:25.—Esp. of Judas (s. Brown, Death I 211f on tendency of translators to blur the parallelism of Judas’ action to the agency of others in the passion narrative), whose information and action leads to the arrest of Jesus, w. acc. and dat. ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν Mt 26:15. Cp. Mk 14:10; Lk 22:4, 6; J 19:11. Pass. Mt 20:18; Mk 10:33a. Without a dat. Mt 10:4; 26:16, 21, 23; Mk 3:19; 14:11, 18; Lk 22:48; J 6:64, 71; 12:4; 13:21. Pass. Mt 26:24; Mk 14:21; Lk 22:22; 1 Cor 11:23b (NRSV et al. render ‘betrayed’, but it is not certain that when Paul refers to ‘handing over’, ‘delivering up’, ‘arresting’ [so clearly Posidon.: 87 Fgm. 36, 50 Jac. παραδοθείς ‘surrendered’] he is even thinking of the action taken against Jesus by Judas much less interpreting it as betrayal; cp. Ac 3:13 παρεδώκατε). ὁ παραδιδοὺς αὐτόν (παραδιδούς με) his (my) informer (on the role of a מסוֹר in Israelite piety s. WKlassen, Judas ’96, 62–66; but Ac 1:18 the action of Judas as ἀδικία) Mt 26:25, 46, 48; Mk 14:42, 44; Lk 22:21; J 13:11; 18:2, 5. Cp. Mt 27:3, 4; J 21:20. The article w. pres. ptc. connotes the notoriety (cp. the use of traditor in Tacitus, Histories 4, 24) of Judas in early tradition. His act is appraised as betrayal Lk 6:16, s. προδότης.—τινὰ εἰς χεῖράς τινος deliver someone/someth. into someone’s hands (a Semitic construction, but paralleled in Lat., cp. Livy 26, 12, 11; Dt 1:27; Jer 33:24; Jdth 6:10; 1 Macc 4:30; 1 Esdr 1:50. Pass. Jer 39:4, 36, 43; Sir 11:6; Da 7:25, 11:11; TestJob 20:3; ParJer 2:7 τὴν πόλιν; AscIs 2:14; cp. Jos., Ant. 2, 20) Ac 21:11. Pass. Mt 17:22; 26:45; Mk 9:31; 14:41; Lk 9:44; 24:7 (NPerrin, JJeremias Festschr., ’70, 204–12); Ac 28:17. ἡ γῆ παραδοθήσεται εἰς χεῖρας αὐτοῦ D 16:4b. Also ἐν χειρί τινος (Judg 7:9; 2 Esdr 9:7; cp. 2 Ch 36:17; 1 Macc 5:50; Just., D. 40, 2 ὁ τόπος τοῖς ἐχθροῖς ὑμῶν παραδοθήσεται) 1 Cl 55:5b.—W. indication of the goal, or of the purpose for which someone is handed over: in the inf. (Jos., Bell. 1, 655) παραδιδόναι τινά τινι φυλάσσειν αὐτόν hand someone over to someone to guard him (X., An. 4, 6, 1) Ac 12:4. W. local εἰς (OGI 669, 15 εἰς τὸ πρακτόρειόν τινας παρέδοσαν; PGiss 84 II, 18 [II A.D.] εἰς τ. φυλακήν): εἰς συνέδρια hand over to the local courts Mt 10:17; Mk 13:9. εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς hand someone over to the synagogues and prisons Lk 21:12. εἰς φυλακήν put in prison Ac 8:3; cp. 22:4. Also εἰς δεσμωτήριον (of a transcendent place of punishment: cp. PGM 4, 1245ff ἔξελθε, δαῖμον, … παραδίδωμί σε εἰς τὸ μέλαν χάος ἐν ταῖς ἀπωλείαις) Hs 9, 28, 7. ἑαυτοὺς εἰς δεσμά give oneself up to imprisonment 1 Cl 55:2a. W. final εἰς (cp. En 97:10 εἰς κατάραν μεγάλην παρα[δο]θήσεσθε): ἑαυτοὺς εἰς δουλείαν give oneself up to slavery 55:2b (cp. Just., D. 139, 4). εἰς τὸ σταυρωθῆναι hand over to be crucified Mt 26:2. εἰς τὸ ἐμπαῖξαι κτλ. 20:19. εἰς θλῖψιν 24:9. εἰς κρίμα θανάτου Lk 24:20. εἰς κρίσιν 2 Pt 2:4. εἰς θάνατον hand over to death (POxy 471, 107 [II A.D.]): Mt 10:21 (Unknown Sayings, 68 n. 3: by informing on the other); Mk 13:12; Hm 12, 1, 2f; pass.: ending of Mk in the Freer ms.; 2 Cor 4:11; 1 Cl 16:13 (Is 53:12); B 12:2; Hs 9, 23, 5. π. ἑαυτὸν εἰς θάνατον give oneself up to death 1 Cl 55:1; fig. hand oneself over to death Hs 6, 5, 4. εἰς θλῖψιν θανάτου παραδίδοσθαι be handed over to the affliction of death B 12:5. π. τὴν σάρκα εἰς καταφθοράν give up his flesh to corruption 5:1.—ἵνα stands for final εἰς: τὸν Ἰησοῦν παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ he handed Jesus over to be crucified Mt 27:26; Mk 15:15; cp. J 19:16.—π. alone w. the mng. hand over to suffering, death, punishment, esp. in relation to Christ: κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν 1 Cl 16:7 (cp. Is 53:6).—Ro 8:32. Pass. 4:25; cp. B 16:5. π. ἑαυτὸν ὑπέρ τινος Gal 2:20 (GBerényi, Biblica 65, ’84, 490–537); Eph 5:25. παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ θεῷ he gave himself to God for us as a sacrifice and an offering vs. 2.—π. τινὰ τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός hand someone over to Satan for destruction of his physical body 1 Cor 5:5. οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα whom I have turned over to Satan, in order that 1 Ti 1:20 (cp. INikaia I, 87, 4f of someone handed over to the gods of the netherworld for tomb violation [New Docs 4, 165]; also the exorcism PGM 5, 334ff νεκυδαίμων, … παραδίδωμί σοι τὸν δεῖνα, ὅπως … ; s. the lit. s.v. ὄλεθρος 2; also CBruston, L’abandon du pécheur à Satan: RTQR 21, 1912, 450–58; KLatte, Heiliges Recht 1920; LBrun, Segen u. Fluch im Urchr. ’32, 106ff). The angel of repentance says: ἐμοὶ παραδίδονται εἰς ἀγαθὴν παιδείαν they are turned over to me for good instruction Hs 6, 3, 6a (Demetr. Phaler. [IV/III B.C.] Fgm. 164 FWehrli ’49: Demosthenes παραδίδωσι ἑαυτὸν τῷ Ἀνδρονίκῳ to be initiated into dramatic art).—ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ they gave themselves over to debauchery Eph 4:19. ταῖς ἐπιθυμίαις τ. αἰῶνος τούτου Hs 6, 2, 3. ταῖς τρυφαῖς καὶ ἀπάταις 6, 2, 4. παρεδώκατε ἑαυτοὺς εἰς τὰς ἀκηδίας Hv 3, 11, 3 (s. ἀκηδία). Of God, who punishes evil-doers: παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς ἀκαθαρσίαν he abandoned them to impurity Ro 1:24 (for the thought cp. 1QH 2:16–19. See also EKlostermann, ZNW 32, ’33, 1–6 [retribution]). εἰς πάθη ἀτιμίας to disgraceful passions vs. 26. εἰς ἀδόκιμον νοῦν vs. 28. παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ Ac 7:42. God, the All-Gracious One, is the subject of the extraordinary (s. lit. διδαχή 2) expression εἰς ὸ̔ν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς = τῷ τύπῳ δ. εἰς ὸ̔ν π. (obedient) to the form of teaching, for the learning of which you were given over i.e. by God Ro 6:17 (cp. the ins. fr. Transjordania in Nabataean times NGG Phil.-Hist. Kl. Fachgr. V n.s. I, 1, ’36, p. 3, 1 Abedrapsas thanks his paternal god: παρεδόθην εἰς μάθησιν τέχνης=‘I was apprenticed to learn a trade’. AFridrichsen, ConNeot 7, ’42, 6–8; FBeare, NTS 5, ’59, 206–10; UBorse, BZ 12, ’68, 95–103; FDanker, Gingrich Festschr., ’72, 94).
    to entrust for care or preservation, give over, commend, commit w. dat. (cp. PFlor 309, 5 σιωπῇ παραδ. ‘hand over to forgetfulness’; Just., A II, 5, 2 τὴν … τῶν ἀνθρώπων … πρόνοιαν ἀγγέλοις … παρέδωκεν ‘[God] entrusted angels with concern for humans’; Tat. 7, 3 τῇ σφῶν ἀβελτερίᾳ παρεδόθησαν ‘they were handed over to their own stupidity’) παραδίδοσθαι τῇ χάριτι τοῦ κυρίου ὑπό τινος be commended by someone to the grace of the Lord Ac 15:40. Ἀντιόχεια, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ θεοῦ εἰς τὸ ἔργον Antioch, from which (city they had gone out) commended to the grace of God for the work 14:26.—παρεδίδου τῷ κρίνοντι he committed his cause to the one who judges 1 Pt 2:23.
    to pass on to another what one knows, of oral or written tradition, hand down, pass on, transmit, relate, teach (Theognis 1, 28f passes on what he himself learned as παῖς, ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν; Pla., Phil. 16c, Ep. 12, 359d μῦθον; Demosth. 23, 65; Polyb. 7, 1, 1; 10, 28, 3; Diod S 12, 13, 2 π. τινί τι pass on someth. to future generations εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα; Plut., Nic. 524 [1, 5]; Herm. Wr. 13, 15; Jos., C. Ap. 1, 60 τὴν κατὰ νόμους παραδεδομένην εὐσέβειαν; PMagd 33, 5 of a report to the police concerning the facts in a case; Just.; A I, 54, 1 τὰ μυθοποιηθέντα) Lk 1:2. παραδόσεις Mk 7:13 (of the tradition of the Pharisees, as Jos., Ant. 13, 297; cp. the rabbinic term מָסַר); 1 Cor 11:2. ἔθη Ac 6:14. ὁ ἡμῖν παραδοθεὶς λόγος the teaching handed down to us Pol 7:2 (Just., D. 53, 6). ἡ παραδοθεῖσα αὐτοῖς ἁγία ἐντολή 2 Pt 2:21 (ApcMos 23 τὴν ἐντολήν μου ἣν παρέδωκά σοι). ἡ παραδοθεῖσα τοῖς ἁγίοις πίστις Jd 3. τὰ παραδοθέντα (Philo, Fuga 200) Dg 11:1. παρεδίδοσαν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα they handed down to them the decisions to observe Ac 16:4.—(In contrast to παραλαμβάνειν [the same contrast in Diod S 1, 91, 4; 3, 65, 6; 5, 2, 3; PHerm 119 III, 22; BGU 1018, 24; PThéad 8, 25]) pass on 1 Cor 11:23a; 15:3; AcPlCor 2:4; EpilMosq 2. W. a connotation of wonder and mystery (of mysteries and ceremonies: Theon Smyrn., Expos. Rer. Math. p. 14 Hiller τελετὰς παραδιδόναι; Diod S 5, 48, 4 μυστηρίων τελετὴ παραδοθεῖσα; Strabo 10, 3, 7; Wsd 14:15 μυστήρια καὶ τελετάς. ParJer 9:29 τὰ μυστήρια … τῷ Βαρούχ; Just., D. 70, 1 τὰ τοῦ Μίθρου μυστήρια παραδιδόντες; cp. 78, 6. Cp. Herm. Wr. 13, 1 παλιγγενεσίαν; PGM 4, 475) πάντα (πᾶς 1dβ) μοι παρεδόθη ὑπὸ τ. πατρός μου Mt 11:27; Lk 10:22 (cp. Herm. Wr. 1, 32 πάτερ … παρέδωκας αὐτῷ [ὁ σὸς ἄνθρωπος is meant] τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν; in Vett. Val. 221, 23 astrology is ὑπὸ θεοῦ παραδεδομένη τ. ἀνθρώποις.—For lit. on the saying of Jesus s. under υἱός 2dβ).—S. παράδοσις, end.
    to make it possible for someth. to happen, allow, permit (Hdt. 5, 67; 7, 18 [subj. ὁ θεός]; X., An. 6, 6, 34 [οἱ θεοί]; Isocr. 5, 118 [οἱ καιροί]; Polyb. 22, 24, 9 τῆς ὥρας παραδιδούσης) ὅταν παραδοῖ ὁ καρπός when the (condition of the) crop permits Mk 4:29.—On the whole word: WPopkes, Christus Traditus, ’67.—M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παραδίδωμι

  • 9 πρός

    πρός prep. expressing direction ‘on the side of’, ‘in the direction of’: w. gen. ‘from’, dat. ‘at’, or acc. (the most freq. usage in our lit.) ‘to’ (s. the lit. s.v. ἀνά. beg.) (Hom.+).
    w. gen. (pseudepigr. only TestSol 10:4 C; apolog. exc. Ar.) marker of direction or aspect from which someth. is determined, to the advantage of, advantageous for (Thu. 3, 59, 1 οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης τάδε; Hdt. 1, 75; Dionys. Hal. 10, 30, 5; Diod S 18, 50, 5; Lucian, Dial. Deor. 20, 3; Mel., HE 4, 26, 8; Ath. 36, 1; B-D-F §240; Rob. 623f) οἱ πρ. ζωῆς μαζοί the life-giving breasts 1 Cl 20:10. πρ. τῆς σωτηρίας in the interest of safety Ac 27:34 (πρὸς τῆς ς. as Jos., Ant. 16, 313).
    w. dat. (pesudepigr. only TestSol 6:4 D; TestAbr [s. below]; JosAs 19:1.—Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10) marker of closeness of relation or proximity
    of place near, at, by (Hom. et al. incl. Aristarch. Samos 398, 20; LXX; TestSol 6:4 D; Jos., Ant 8, 349; 381) Mk 5:11; around Rv 1:13. πρ. τῇ θύρᾳ ἑστηκέναι stand at the door (Menand., Fgm. 420, 1; 830 K.=352, 1; 644 Kö.; JosAs 19:1) J 18:16; cp. 20:11. πρὸς τῇ πύλῃ GJs 4:4; ἐγγίζοντος αὐτοῦ πρ. τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους when he came close to the slope of the mountain Lk 19:37 (s. κατάβασις). πρ. τῇ κεφαλῇ, τοῖς ποσίν at the head, at the feet J 20:12. τὰ πρ. ταῖς ῥίζαις the parts near the roots Hs 9, 1, 6; 9, 21, 1. In geographical designations Μαγνησία ἡ πρ. Μαιάνδρῳ Magnesia on the Maeander IMagnMai ins.—(Cp. the temporal use: πρὸς ἑσπέρᾳ ἐστίν it takes place at evening TestAbr B 2 p. 106, 7 [Stone p. 60]; cp. Just., D. 105, 3 and 5; 142, 1.)
    in addition to (Hom. et al.; Polyb., Just.; Mel., HE 4, 26, 7; Ath., R. 22 p. 75, 10; ins) πρὸς τούτοις (SIG 495, 105; 685, 70 and 100; 796 B, 30; 888, 35 al.; UPZ 26, 18; 25 [163 B.C.]; 2 Macc 4:9; 5:23; 9:17, 25; 14:4, esp. 12:2; Philo, Aet. M. 67 al.; Just., A I, 40, 5; D. 93, 4 al.) 1 Cl 17:1.
    w. acc. (pseudepigr. and apolog. throughout) marker of movement or orientation toward someone/someth.
    of place, pers., or thing toward, towards, to, after verbs
    α. of going; s. ἄγω 5, ἀναβαίνω 1aα, ἀνακάμπτω 1a, ἀπέρχομαι 1b, διαβαίνω, διαπεράω, εἴσειμι, εἰσέρχομαι 1bα, ἐκπορεύομαι 1c, also ἐπισυνάγομαι Mk 1:33, ἔρχομαι 1aβ, ἥκω 1d et al.—προσαγωγὴ πρὸς τὸν πατέρα Eph 2:18. εἴσοδος 1 Th 1:9a.
    β. of sending; s. ἀναπέμπω Lk 23:7, 15; Ac 25:21, ἀποστέλλω 1bα, πέμπω.
    γ. of motion gener.; s. βληθῆναι (βάλλω 1b), ἐπιστρέφω 1a, 4ab, κεῖμαι 2, πίπτω 1bαא and ב, προσκολλάω, προσκόπτω 1, προσπίπτω.
    δ. of leading, guiding; s. ἄγω 1a, ἀπάγω 2a and 4, also ἕλκω 2 end J 12:32, κατασύρω, etc.
    ε. of saying, speaking; s. ἀποκρίνομαι 1, also δημηγορέω Ac 12:21, εἶπον 1a, λαλέω 2aγ and 2b, λέγω 1bγ et al. Hebraistically λαλεῖν στόμα πρὸς στόμα speak face to face (Jer 39:4; ApcEsdr 6:6 p. 31, 10 Tdf.) 2J 12b; 3J 14 (cp. PGM 1, 39 τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα). πρὸς ἀλλήλους to one another, with each other, among themselves: s. ἀντιβάλλω, διαλαλέω, also διαλέγομαι Mk 9:34, διαλογίζομαι 8:16; Lk 20:14, εἶπον 24:32; J 16:17; 19:24, λαλέω, λέγω et al. πρὸς ἑαυτούς to themselves, to each other: s. διαλογίζομαι 1; εἶπον Mk 12:7; J 7:35; λέγω (Ps.-Callisth. 2, 15, 7 πρὸς ἑαυτὸν ἔλεγεν; Just., D. 62, 2) Mk 10:26; 16:3. διαθήκην ὁ θεὸς διέθετο πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ God made a covenant with your fathers, when he said to Abraham Ac 3:25 (διατίθημι 1). ὅρκον ὀμνύναι πρ. τινα (ὀμνύω, end) Lk 1:73.
    ζ. of asking, praying δέομαι Ac 8:24. εὔχομαι (s. εὔχομαι 1; cp. 2 Macc 9:13) 2 Cor 13:7. προσεύχομαι (cp. 1 Km 12:19; 2 Esdr 12: 4; 2 Macc 2:10) Hv 1, 1, 9. γνωρίζεσθαι πρὸς τὸν θεόν Phil 4:6 (γνωρίζω 1).—Also after nouns like δέησις, λόγος et al. Ro 10:1; 15:30; 2 Cor 1:18 al.
    of time near, at, or during (a certain time)
    α. denoting approach toward (X., Pla. et al.) πρὸς ἑσπέραν toward evening Lk 24:29 (so Just., D. 97, 1; s. ἑσπέρα).
    β. of temporal duration for πρὸς καιρόν for a time, for a while (καιρός 1a) Lk 8:13; 1 Cor 7:5. πρὸς καιρὸν ὥρας (καιρός 1a) 1 Th 2:17. πρὸς ὥραν for an hour, i.e. for a short time J 5:35; 2 Cor 7:8; Gal 2:5a; Phlm 15; MPol 11:2. πρὸς ὀλίγας ἡμέρας Hb 12:10. Also πρὸς ὀλίγον Js 4:14; GJs 19:2 (ὀλίγος 3). πρὸς τὸ παρόν for the present Hb 12:11 (πάρειμι 1b).
    α. with conscious purpose for, for the purpose of, on behalf of οὗτος ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθήμενος this was the one who sat (and begged) for alms Ac 3:10. πρὸς τὴν ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ Ro 3:26. τοῦτο πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον λέγω 1 Cor 7:35a; cp. 35b. ἐγράφη πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν 10:11. Cp. Ro 15:2; 1 Cor 6:5; 2 Cor 4:6; 7:3; 11:8; Eph 4:12.—W. acc. of the inf. (Polyb. 1, 48, 5; PRyl 69, 16; BGU 226, 22; Jer 34:10; 2 Macc 4:45; TestJob 45:4; Jos., Ant. 14, 170; 15, 148 al.; Just., D. 132, 1) πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις in order to be seen by men Mt 23:5; cp. 6:1. πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά 13:30. πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με 26:12. πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν εἰ δυνατὸν τοὺς ἐκλεκτούς Mk 13:22. πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι υἱοὺς Ἰσραήλ 2 Cor 3:13. Cp. Eph 6:11a; 1 Th 2:9; 2 Th 3:8; Js 3:3 v.l.
    β. gener. of design, destiny (Demetr.[?]: 722 Fgm. 7 Jac. πρὸς τὴν κάρπωσιν; TestJob 42:7 τὰ πρὸς θυσίαν; Jos., Bell. 4, 573 τὸ πρ. σωτηρίαν φάρμακον) τῷ θεῷ πρὸς δόξαν for the glory of God 2 Cor 1:20 (on πρὸς δόξαν cp. SIG 456, 15; 704e, 21; 3 Macc 2:9; Just., A I, 15, 10 μηδὲν πρὸς δόξαν ποιεῖν). τῇ πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ 1 Pt 4:12.—After adjectives and participles for ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομήν Eph 4:29 (ἀγ. 1a) ἀδόκιμος Tit 1:16. ἀνεύθετος πρὸς παραχειμασίαν Ac 27:12. γεγυμνασμένος Hb 5:14. δυνατός 2 Cor 10:4. ἐξηρτισμένος 2 Ti 3:17. ἕτοιμος (q.v. b) Tit 3:1; 1 Pt 3:15. ἱκανός (q.v. 2) 2 Cor 2:16. ὠφέλιμος 1 Ti 4:8ab; 2 Ti 3:16.
    γ. of the result that follows a set of circumstances (so that) πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω everything is to be done in such a way that it contributes to edification 1 Cor 14:26; cp. vs. 12; Col 2:23 (but see eδ below); 1 Ti 4:7. ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν one who looks at a woman with sinful desire Mt 5:28, but s. eε below. λευκαί εἰσιν πρὸς θερισμόν they (the fields) are white, so that the harvest may begin J 4:35. αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστιν πρὸς θάνατον this disease is not of the kind that will lead to death 11:4. Cp. ἁμαρτία πρὸς θάνατον 1J 5:16f.
    of relationship (hostile or friendly), against, for
    α. hostile against, with after verbs of disputing, etc.; s. ἀνταγωνίζομαι, γογγύζω, διακρίνομαι (διακρίνω 5b), διαλέγομαι 1, πικραίνομαι (πικραίνω 2), στασιάζω, ἔστην (ἵστημι B3). ἐστίν τινι ἡ πάλη πρός Eph 6:12. ἔχειν τι πρός τινα have anything (to bring up) against someone Ac 24:19. μομφὴν ἔχειν πρός τινα Col 3:13. πρᾶγμα ἔχειν πρός τινα 1 Cor 6:1 (πρᾶγμα 4). ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους Ac 6:1. τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγεν πρὸς ὑμᾶς 2 Cor 6:11 (ἀνοίγω 7). ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς αὐτούς Lk 23:12. βλασφημίαι πρὸς τὸν θεόν Rv 13:6 (cp. TestJob 25:10 εἰπὲ ἓν ῥῆμα πρὸς τὸν θεόν). ἀσύμφωνοι πρ. ἀλλήλους unable to agree among themselves Ac 28:25 (Tat. 25, 2); cp. the structure of Col 2:23.
    β. friendly to, toward, with, before ἐργάζεσθαι τὸ ἀγαθόν Gal 6:10ab (ἐργάζομαι 2a). μακροθυμεῖν 1 Th 5:14. εἰρήνην ἔχειν πρὸ τὸν θεόν Ro 5:1 (s. εἰρήνη 2b). παρρησίαν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 1J 3:21; cp. 5:14. πίστιν ἔχειν πρὸς τ. κύριον Ἰ. Phlm 5. πεποίθησιν ἔχειν πρὸς τ. θεόν 2 Cor 3:4. ἔχειν χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν Ac 2:47 (FCheetham, ET 74, ’63, 214f). πραΰτητα ἐνδείκνυσθαι Tit 3:2. ἐν σοφίᾳ περιπατεῖν Col 4:5. ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας 2 Ti 2:24.—After substantives: πίστις 1 Th 1:8 (cp. 4 Macc 15:24; Just., D. 121, 2); παρρησία 2 Cor 7:4; κοινωνία 6:14; συμφώνησις vs. 15 (cp. Is 7:2).
    to indicate a connection by marking a point of reference, with reference/regard to
    α. with reference to (Ocellus Luc. c. 42 πρὸς ἡμᾶς=with reference to us) ἔγνωσαν ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπεν they recognized that he had spoken the parable with reference to them Mk 12:12; Lk 20:19; cp. 12:41 (Vita Aesopi cod. G 98 P. οἱ Σάμιοι νοήσαντες πρὸς ἑαυτοὺς εἰρῆσθαι τοὺς λόγους; Just., D. 122, 3 ταῦτα … πρὸς τὸν χριστὸν … εἴρηται). ἔλεγεν παραβολὴν πρὸς τὸ δεῖν προσεύχεσθαι he told them a parable about the need of praying 18:1 (Just., D. 90, 5 σύμβολον … πρὸς τὸν χριστόν). οὐδεὶς ἔγνω πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ nobody understood with respect to what (= why) he said (this) to him J 13:28. πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν with reference to (i.e. because of) your perversity Mt 19:8; Mk 10:5 (Just., D. 45, 3). Cp. Ro 10:21a; Hb 1:7f. οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα he did not answer him a single word with reference to anything Mt 27:14 (s. ἀποκρίνομαι 1). ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦτα Lk 14:6 (s. ἀνταποκρίνομαι). ἀπρόσκοπον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν θεόν have a clear conscience with respect to God Ac 24:16.
    β. as far as … is concerned, with regard to (Maximus Tyr. 31, 3b) πρὸς τὴν πληροφορίαν τῆς ἐλπίδος Hb 6:11. συνιστάνοντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων we are recommending ourselves as far as every human conscience is concerned = to every human conscience (πρός w. acc. also stands simply for the dative; s. Mayser II/2 p. 359) 2 Cor 4:2. τὰ πρὸς τὸν θεόν that which concerns God or as adverbial acc. with reference to what concerns God (Soph., Phil. 1441; X., De Rep. Lac. 13, 11; Ps.-Isocr. 1, 13 εὐσεβεῖν τὰ πρὸς τ. θεούς; SIG 204, 51f; 306, 38; Mitt-Wilck. I/2, 109, 3 εὐσεβὴς τὰ πρὸς θεούς; Ex 4:16; 18:19; Jos., Ant. 9, 236) Ro 15:17; Hb 2:17; 5:1. τὰ πρός τι that which belongs to someth.; that which is necessary for someth. (Plut., Mor. 109b; Jos., Ant. 12, 405 τὰ πρὸς τὴν μάχην; 14, 27; a standard term in state documents) τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν Lk 14:28 v.l. τὰ πρὸς εἰρήνην (TestJud 9) vs. 32; what makes for peace 19:42. Cp. Ac 28:10; 2 Pt 1:3.
    γ. elliptically τί πρὸς ἡμᾶς (sc. ἐστιν); what is that to us? Mt 27:4. τί πρὸς σέ; how does it concern you? J 21:22f (cp. Epict. 4, 1, 10 τί τοῦτο πρὸς σέ; Plut., Mor. 986b; Vi. Aesopi I 14 p. 265, 4 Eberh. τί πρὸς ἐμέ; ApcMos 11 οὐ πρὸς ἡμᾶς ἡ πλεονεξία σου).
    δ. in accordance with ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν Gal 2:14. πρὸς τὸ κένωμα in accordance with the emptiness Hm 11:3. πρὸς τὸ θέλημα in accordance w. the will Lk 12:47; Hs 9, 5, 2. πρὸς ἃ ἔπραξεν 2 Cor 5:10. πρὸς ὅ Eph 3:4.In comparison with, to be compared to (Pind., Hdt. et al.; Ps.-Luc., Halc. 3 πρὸς τὸν πάντα αἰῶνα=[life is short] in comparison to all eternity; Sir 25:19; TestJob 18:8; 23:8; Just., D. 19, 2 οὐδὲν … πρὸς τὸ βάπτισμα τοῦτο τὸ τῆς ζωῆς ἐστι; Tat. 29, 1 ὀρθοποδεῖν πρὸς τὴν ἀλήθειαν) ἄξια πρός Ro 8:18 (RLeaney, ET 64, ’52f; 92 interprets Col 2:23 in the light of this usage). Cp. IMg 12.
    ε. expressing purpose πρὸς τό w. inf. (s. Mayser II/1 p. 331f) in order to, for the purpose of Mk 13:22; Ac 3:19 v.l. Perh. Mt 5:28 (s. cγ above).
    in adverbial expressions (cp. πρὸς ὀργήν = ὀργίλως Soph., Elect. 369; Jos., Bell. 2, 534. πρὸς βίαν = βιαίως Aeschyl., Prom. 208, 353, Eum. 5; Menand., Sam. 559 S. [214 Kö.]; Philo, Spec. Leg. 3, 3. πρὸς ἡδονήν Jos., Ant. 7, 195; 12, 398; Just., A II, 3, 2 πρὸς χάριν καὶ ἡδονὴν τῶν πολλῶν) πρὸς φθόνον prob.=φθονερῶς jealously Js 4:5 (s. φθόνος, where the lit. is given). πρὸς εὐφρασίαν w. joy AcPl Ox 6, 9f (cp. Aa 1 p. 241, 1 ὑπερευφραινομένη).
    by, at, near πρός τινα εἶναι be (in company) with someone Mt 13:56; Mk 6:3; 9:19a; 14:49; Lk 9:41; J 1:1f; 1 Th 3:4; 2 Th 2:5; 3:10; 1J 1:2. διαμένειν Ac 10:48 D; Gal 2:5b. ἐπιμένειν 1:18; 1 Cor 16:7. παραμένειν 16:6 (v.l. κατα-). μένειν Ac 18:3 D. παρεῖναι 12:20; 2 Cor 11:9; Gal 4:18, 20; cp. παρουσία πρὸς ὑμᾶς Phil 1:26. παρεπιδημεῖν 1 Cl 1:2. ἐποίησεν τρεῖς μῆνας πρὸς τὴν Ἐλισάβεδ GJs 12:3. πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα Mt 26:18b. Cp. also 2 Cor 1:12; 7:12; 12:21; 2 Th 3:1; Phlm 13; 1J 2:1; Hm 11:9b v.l.—πρὸς ἑαυτούς among or to themselves Mk 9:10 (in case πρὸς ἑ. belongs w. τὸν λόγον ἐκράτησαν; B-D-F §239, 1). πρὸς ἑαυτὸν προσηύχετο he uttered a prayer to himself Lk 18:11. Cp. 24:12.—δεδεμένον πρὸς θύραν tied at a door Mk 11:4. τὴν πᾶσαν σάρκα ἀνθρώπων πρὸς ἡδονὴν ἐδέσμευεν (Satan) bound all humankind to self-gratification AcPlCor 2:11. πρὸς τ. θάλασσαν by the seaside Mk 4:1b. On πρὸς τὸ φῶς at the fire Mk 14:54; Lk 22:56 s. B-D-F §239, 3; Rob. 625 (perh. w. the idea of turning toward the fire; s. also 4 Km 23:3). πρὸς ἓν τῶν ὀρέων at one of the mountains 1 Cl 10:7. τὰ πρὸς τὴν θύραν the place near the door Mk 2:2. πρὸς γράμμα letter by letter Hv 2, 1, 4.—On πρός τι terms s. PWouters, The Treatment of Relational Nouns in Ancient Grammar: Orbis 38, ’95, 149–78 (lit.). M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πρός

  • 10 χράω

    χράω (A), used in [dialect] Ep. only in [tense] aor. 2,
    A fall upon, attack, assail, c. dat. pers.,

    στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων Od.5.396

    ;

    τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων; 10.64

    ; so

    ἠϊθέοις οὐκ ἔστι τόσος πόνος, ὁππόσος ἡμῖν.. ἔχραε AP5.296

    (Agath.): cf. ἐπιχράω (B).
    II c. acc. rei, inflict upon a person,

    κακὸν δέ οἱ ἔχραε κοῖτον Nic.Th. 315

    .
    III c. inf., conceive a desire to.., τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν ἐξ ἄλλων; why did he want (or needed he) to vex my stream of all others? Il.21.369; μνηστῆρες.., οἳ τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ye suitors.., who have become so eager to.., Od.21.69. (For signfs. 1, 11, cf. ζαχρηής; for 111 perh. cf. χρή, κέχρημαι ( χράω (B) C), χρῇ, χρῇς.)
    ------------------------------------
    χράω (B). A. FORMS: [var] contr.
    A

    χρῇ S.El.35

    , [dialect] Ion.

    χρᾷ Hdt.1.62

    (also Luc.DMort.3.2); inf.

    χρᾶν Hdt.8.135

    (also Luc.Alex.19); [dialect] Ion. part.

    χρέων h.Ap. 253

    , fem.

    χρέωσα Hdt.7.111

    ; [dialect] Ep.

    χρείων Od.8.79

    , h.Ap. 396: [tense] impf.

    ἔχραον Pi.O.7.92

    (v.l. ἔχρεον), A.R.2.454; [ per.] 3sg.

    ἔχρη Tyrt.3.3

    , Hermesian.7.89, ([etym.] ἐξ-) S.OC87: [tense] fut.

    χρήσω h.Ap. 132

    , Hdt.1.19, A.Ag. 1083: [tense] aor.

    ἔχρησα Hdt.4.156

    , etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.

    ἐχρήσθην Id.1.49

    , etc.: [tense] pf. κέχρησμαι (v.l. κέχρημαι) Id.4.164, 7.141: [tense] plpf. ἐκέχρηστο (v.l. ἐκέχρητο) Id.2.147, 151, 3.64, etc.:—[voice] Med.,

    χρῶμαι Th.1.126

    , etc., [dialect] Ion.

    χρέομαι Hdt.

    , inf.

    χρέεσθαι 1.157

    ( χρᾶσθαι ib. 172); part.

    χρεώμενος 4.151

    : [tense] impf. [ per.] 3pl. ἐχρέωντο (v.l. ἐχρέοντο) 4.157, 5.82: [tense] fut.

    χρήσομαι Od.10.492

    , etc.
    I in [voice] Act. of the gods and their oracles, proclaim, abs.,

    χρείων μυθήσατο Φοῖβος 8.79

    :

    χρείων ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο h.Ap. 396

    : c. acc. rei, χρήσω ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν ib. 132, cf. Thgn.807, Pi.l.c., Plot.2.9.9;

    ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε Hdt.1.55

    , cf. 4.155; χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον proclaimed him the colonizer, Pi.P.4.6; also in Trag.,

    ὁ χρήσας A. Eu. 798

    ;

    χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν Id.Ag. 1083

    ;

    χρῇ μοι τοιαῦθ' ὁ Φοῖβος S.El.35

    ;

    σοὶ δ' οὐκ ἔχρησεν οὐδέν E.Hec. 1268

    ;

    χ. φόνον Id.El. 1267

    : also c. acc. cogn.,

    χ. χρησμόν Id.Ph. 409

    ;

    ὑμνῳδίαν Id. Ion 681

    (lyr.): c. inf., warn or direct by oracle,

    ἔχρησας ὥστε τὸν ξένον μητροκτονεῖν A.Eu. 202

    ; without ὥστε, ib. 203; χρήσαντ' ἐμοὶ.. ἐκτὸς αἰτίας κακῆς εἶναι that I should be.., Id.Ch. 1030; c. inf. [tense] aor., Ar. V. 159: rare in [dialect] Att. Prose,

    τάδε ὁ Ἀπόλλων ἔχρησεν IG12.80.10

    ;

    τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν Th.2.102

    ;

    τοῦ θεοῦ χρήσαντος Id.5.32

    , cf. Lycurg.99;

    ἔχρησεν ὁ θεός SIG1044.5

    (Halic., iv/iii B. C.);

    ὁ θεὸς ἔχρησε IG42(1).122.78

    (Epid., iv B. C.).
    II [voice] Pass., to be declared, proclaimed by an oracle,

    τίς οὖν ἐχρήσθη; E. Ion 792

    ; mostly of the oracle delivered,

    τὰ ἐκ Δελφῶν οὕτω τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Hdt.1.49

    ;

    τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη Id.9.94

    ;

    ἠπίως χρησθῆναι Id.7.143

    ; τὸ χρησθέν, τὰ χρησθέντα, the response, Id.1.63, 7.178;

    ἐν Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον Pi.O.2.39

    ;

    πεύθου τὰ χρησθέντ' S.OT 604

    ; χρησθὲν αὐτῷ ἐν Νεμέᾳ τοῦτο παθεῖν since it was foretold him by an oracle that.. Th.3.96; ἃ τοῦδ' ἐχρήσθη σώματος which were declared about it, S.OC 355;

    τὸν κεχρησμένον θάνατον Hdt.4.164

    (- χρημ- codd.);

    τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου Id.7.141

    (v.l. -χρημ-): impers., c. inf., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι ib. 178: c. acc. et inf.,

    ἐκέχρηστό σφι.. τοῦτον βασιλεύσειν Id.2.147

    ; c. inf. [tense] aor., Id.7.220.
    III [voice] Med., of the person to whom the response is given, consult a god or oracle, c. dat.,

    ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο Od.10.492

    , 565; χ. θεῷ, χρηστηρίοισι, μαντηΐῳ, Hdt.1.47, 53, 157;

    τῷ θεῷ Aeschin.3.124

    ;

    χ. μάντεσι Μούσαις Ar.Av. 724

    (anap.), cf. Pl. Lg. 686a;

    ὅσοι μαντικὴν νομίζοντες οἰωνοῖς χρῶνται X.Mem.1.1.3

    ; χ. χρηστηρίῳ εἰ .. inquire at the oracle whether.., Hdt.3.57: abs.,

    ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος Od.8.81

    , cf. h.Ap. 252, 292;

    ἀπέστειλε ἄλλους χρησομένους Hdt.1.46

    ; οἱ χρώμενοι the consulters, E.Ph. 957;

    χρωμένῳ ἐν Δελφοῖς Th.1.126

    ; also

    χ. περὶ τοῦ πολέμου Hdt.7.220

    , cf. 1.85, 4.150, 155, etc.;

    κεχρημένος

    having inquired of an oracle,

    Arist.Rh. 1398b33

    : c. inf., σωφρονεῖν κεχρημένον being divinely warned to be temperate, A.Pers. 829, cf. Marcellin.Vit. Thuc.6: later simply, receive a divine revelation, Plot.5.3.14.—Hom. has the word in this sense only in Od.: the [voice] Act. only in [tense] pres. part. χρείων ([tense] fut.

    χρήσω h.Ap. 132

    ): the [voice] Med. only in part. [tense] fut. χρησόμενος.
    B furnish with a thing, in which sense the [tense] pres. was [full] κίχρημι, D.53.12, Plu.Pomp.29; Cret. [ per.] 3sg.

    κίγχρητι Inscr.Cret.1 xxiii 3

    (Phaestus, ii B. C.); Delph. [ per.] 3sg. [tense] pres. subj.

    κιχρῇ Schwyzer 324.17

    (iv B. C.): [tense] aor. χρέη ib.13; [tense] pres. part. κιχρέντε ib.adn. (rarely [full] χρηννύναι, [full] χρηννύω, Thphr.Char.5.10, 10.13: [voice] Med.,

    χρηννυόμεθα PCair.Zen. 304.4

    (iii B. C.)): [tense] fut.

    χρήσω Hdt.3.58

    : [tense] aor. ἔχρησα ibid., 6.89, Ar. Th. 219, X.Mem.3.11.18, Lys.19.24, IG12.108.16, etc. ([ per.] 3sg. written

    ἔκχρησεν IG12(3).1350.4

    ([place name] Thera)); imper.

    χρῆσον Ar.Ra. 1159

    , Pl. Com.205: [tense] pf.

    κέχρηκα Men.461

    , 598, Plb.29.21.6 ( = D.S.31.10): [tense] plpf.

    ἐκεχρήκει App.BC2.29

    :—[voice] Pass., [tense] pf. κέχρημαι ([etym.] δια-) D.27.11:—[voice] Med., [tense] pres.

    κίχρᾰμαι Plu.2.534b

    ; inf.

    κίχρασθαι Thphr.Char.30.20

    : [tense] impf.

    ἐκιχράμην AP9.584.10

    : [tense] aor. ἐχρησάμην, imper.

    χρῆσαι E.El. 191

    (lyr.), etc.:— furnish the use of a thing, i.e. lend, usu. in a friendly way, δανείζω being the word applied to usurers (but χ. = δανείζω in Antipho Soph.54), ll. cc.;

    οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arist.EN 1162b33

    , cf. LXX Ex.11.3;

    ἡ πειρατικὴ δύναμις χρήσασα ταῖς βασιλικαῖς ὑπηρεσίαις ἑαυτήν Plu.Pomp.24

    ;

    χ. τὴν ἑαυτοῦ σχολήν τισι Id.Phil. 13

    ; χ. τὰν χέρα, in the formula of manumission, IG9(1).189, 194 ([place name] Tithora):—[voice] Med., borrow, τι E.El. 191 (lyr.), Thphr.Char.30.20: abs.,

    χρησαμένη γὰρ ἔνησα καὶ οὐκ ἔχω ἀνταποδοῦναι Batr.186

    ; πόδας χρήσας, ὄμματα χρησάμενος having lent feet and borrowed eyes, of a blind man carrying a lame one, AP9.13 (Pl.Jun.), cf. Pl.Demod. 384b, 384c.
    ------------------------------------
    χράομαι. (See also χράω)
    C [voice] Med. [full] χράομαι, [dialect] Att. [full] χρῶμαι, χρῇ prob. in Pl.Hp.Mi. 369a,

    χρῆται Ar.V. 1028

    (anap.), etc. (also Trag., A.Ag. 953), χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται, And.4.6, Pl.La. 194c, Th.1.70, etc.; [dialect] Dor. [full] χρέομαι Sophr.126; [dialect] Ion.

    χρᾶται Hdt.1.132

    , al. (so in later Prose, Iamb. in Nic.p.28 P.); χρέεται v.l. in Hdt.4.50;

    χρέονται Hp.

    Aër.1;

    χρέωνται Hdt.1.34

    , 4.108, al.;

    χρείωνται Heraclit.104

    ; opt.

    χρῴμην, χρῷο Pl. Cri. 45b

    ,

    χρῷτο Gorg.Fr.20

    , etc.; [dialect] Ion.

    χρέοιτο Hp.Acut.56

    ; imper.

    χρῶ Democr.270

    , Ar.Th. 212, Isoc.1.34, [dialect] Ion.

    χρέο Hp.Steril.230

    , Hdt. 1.155 (v.l. χρέω, as in Hp.Acut. (Sp.) 62); [ per.] 3sg. [dialect] Dor.

    χρηείσθω SIG 1009.7

    (Chalcedon, iii/ii B. C.); [ per.] 2pl.

    χρῆσθε And.1.11

    ; [ per.] 3pl.

    χρήσθων Ar.Nu. 439

    (s. v.l.; v. infr.111.4b), Th.5.18;

    χρώσθων IG12.122.5

    ; [dialect] Dor.

    χρόνσθω Mnemos.57.208

    (Argos, vi B. C.); inf. [dialect] Att. and [dialect] Ion.

    χρῆσθαι IG12.57.19

    , Ar.Av. 1040, Lys.25.20, SIG57.5 (Milet., v B. C.), IG12(5).593 A12 (Ceos, v B. C.); [dialect] Ion. and Hellenistic

    χρᾶσθαι Hdt. 2.15

    , 3.20, al., IG12(5).606.9 (Ceos, iv/iii B. C.), SIG344.50 (Teos, iv B. C.), 1106.80 (Cos, iv/iii B. C.), PCair.Zen.299.10 (iii B. C.), OGI214.19 (Didyma, iii B. C.), IG22.1325.24 (both forms in Phld.Rh.1.66S. and Ph.Bel.,

    χρῆσθαι 57.35

    , al.,

    χρᾶσθαι 53.49

    , al.), [dialect] Ion. χρέεσθαι as v.l. for χρῆσθαι Hdt.1.21, 187, al. ( χρῆσθαι ib. 153 codd.), so in Arc., IG5 (2).514.14 (Lycosura, ii B. C.), Elean

    χρηῆσται Inscr.Olymp.1.3

    (vii/vi B. C.), [dialect] Boeot.

    χρειεῖσθη IG7.3169

    (Orchom., iii B. C.); [dialect] Locr. and [dialect] Lacon.

    χρῆσται IG9(1).334.19

    , 23 (Oeanthea, v B. C.), 5(1).1317.8 (Thalamae, iv/iii B. C.); part. [dialect] Att.

    χρώμενος A.Eu. 655

    , IG12.81.6, etc.; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.

    χρεώμενος Il.23.834

    (as a dactyl), Hdt.2.108, Hp.Acut.18, [dialect] Dor.

    χρείμενος SIG395.4

    , 438.11 (both Delph., iii B. C.), Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene),

    χρήμενος Riv.Fil.58.472

    (Gortyn, iii B. C.),

    χρεύμενος SIG1166.3

    ([place name] Dodona): [tense] impf. [dialect] Att.

    ἐχρώμην Antipho 5.63

    ,

    ἐχρῶ Ar.Ra. 111

    , And.1.49,

    ἐχρῆτο Th.1.130

    , etc.; pl.,

    ἐχρώμεθα Lys.Fr.29

    ,

    ἐχρῶντο Antipho 6.28

    , etc.; [dialect] Ion.

    ἐχρᾶτο Hdt.2.173

    (v.l. -ῆτο), 3.3, 129, al. (also found in Anaxipp.1.9 codd.Ath.),

    ἐχρέωντο Hdt.2.108

    , al.: but

    ἐχρῆτο 3.41

    codd., Herod.6.55, ([etym.] προς-) Hp.Epid.3.17.ά: [tense] fut.

    χρήσομαι S.Ph. 1133

    (lyr.), etc.; also

    κεχρήσομαι Theoc.16.73

    : [tense] aor.

    ἐχρησάμην S.OT 117

    , Th.5.7, al.: [tense] pf. κέχρημαι (v. infr. 1): [tense] aor. ἐχρήσθην in pass. sense (v. infr. vii):—in [tense] pf. κέχρημαι (with [tense] pres. sense) c. gen., desire, yearn after, the usual sense in [dialect] Ep., οὔτ' εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος (sc. αὐτῆς)

    οὔτε τευ ἄλλου Il.19.262

    ;

    νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός Od.1.13

    ;

    κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες 14.124

    , cf. 17.421, 20.378, 22.50;

    μαντοσυνεων κεχρημένοι Emp.112.10

    .
    2 to be in want of, lack,

    τοῦ κεχρημένοι; S.Ph. 1264

    , cf. E.IA 382 (troch.); [

    βορᾶς] κεχρημένοι Id.Cyc.98

    ;

    οὐ πόνων κεχρήμεθα Id.Med. 334

    ;

    τίνος κέχρησθε, γυναῖκες; Theoc.26.18

    : [tense] fut.,

    ὃς ἐμεῦ κεχρήσετ' ἀοιδοῦ Id.16.73

    ; χρήσομεθα εἰς τὰ ἔργα καὶ ὁδοῦ.. καὶ ὕδατος we shall need.., SIG1182.12 (Ephes., iii B. C.): freq. abs. in part. κεχρημένος, lacking, needy, Od.14.155, 17.347, Hes.Op. 317, 500, E.Supp. 327, Pl.Lg. 717c: but κεχρηόσι δαίτης is f.l. for κεχαρηόσι in Nic.Fr.70.18.
    3 [tense] pf. and [tense] plpf. κέχρημαι, κεχρήμην, in [tense] pres. and [tense] impf. sense, c. dat., enjoy, have, φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι ([etym.] ν) Od.3.266, 14.421, 16.398; αὕτη (sc. ἡ χώρη)

    ὕδασι κάλλιστα κέχρηται Hp.

    Aër.12; ἡ καταδεεστέροις τούτοις (sc. τοῖς εἴδεσι)

    κεχρημένη τραγῳδία Arist.Po. 1450a32

    , cf. a13, b33; ἄλλαις, μικραῖς διαφοραῖς, Id.Metaph. 1042b31, Phgn. 809a8; ὑγροτέραις σαρξί ib. b11; θριξὶ ξανθαῖς ib.25;

    καθαρωτάτῳ.. αἵματι Id.Resp. 477a21

    ; τῶν.. πλαγίαις ταῖς ῥάβδοις κεχρημένων (sc. ἰχθύων) Id.Fr. 295;

    εὐγενείᾳ κεχρημένος IG42(1).83.10

    (Epid., i A. D.);

    σφαιρικῷ ὄγκῳ PLit.Lond.167.25

    (ii/iii A. D.), cf. κεχρημένως ([place name] Addenda); so in [tense] pres.,

    χρῶνται δειλαῖς φρεσὶ, δαίμονι δ' ἐσθλῷ Thgn.161

    ; μέρη

    τραγῳδίας, οἷς ὡς εἴδεσι δεῖ χρῆσθαι, πρότερον εἴπομεν Arist.Po. 1452b14

    , cf. 1458b14.
    II use, [tense] pres. once in Hom., abs.,

    ἑξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος Il.23.834

    : later mostly c. dat. (for acc. v. infr. VI),

    ἀκμαζούσῃ τῇ ῥώμῃ τῶν χειρῶν χρώμενος Antipho 4.3.3

    ;

    ἐσθῆτι τοιῇδε χρέωνται Hdt.1.195

    , cf. 202, Ar.Ra. 1061 (anap.);

    διφασίοισι γράμμασι χ. Hdt.2.36

    ; τοῖσιοὐνόμασι τῶν θεῶν ib.52; πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι, ἐκ φρεάτων χρεώμενοι ib. 108; τοῖσι ἐποποιοῖσι χρεώμενον λέγειν ib. 120; ὅστις ἐμπύρῳ χρῆται τέχνῃ consults burnt offerings, E.Ph. 954; χ. ἀργυρίῳ make use of money, Pl.R. 333b;

    ἀργύρῳ Ar.Ec. 822

    ; χ. ἵπποις manage them, X.Smp.2.10; χ. ἰχθύσι use for food, Plu.2.668f; οἴνῳ χ. ἐπὶ πλέον ib.715d; χ. ναυτιλίῃσι, θαλάσσῃ, Hdt.2.43, Th.1.3;

    ὠνῇ καὶ πρήσι Hdt.1.153

    ;

    δρασμῷ Aeschin.3.21

    ;

    τέχναις X.Mem.3.10.1

    , Oec.4.4;

    τῇ τέχνῃ POxy.1029.25

    (ii A. D.); χρώμενοι τῇ πόλει taking a part in politics, E. Ion 602;

    ἐκκλησίαισιν ἦν ὅτ' οὐκ ἐχρώμεθα Ar.Ec. 183

    ; ἄλλον τρόπον τῇ πολιτείᾳ κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Hyp.Eux.28;

    φωνὴν δυναμένην ὄχλῳ χρῆσθαι Isoc.5.81

    ; τῇ τραπέζῃ τῇ τοῦ πατρὸς ἐχρῆτο he had dealings with my father's bank, D.52.3; χ. τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς καιροῖς administer them, Isoc.6.50.
    III experience, suffer, be subject to, esp. external events or conditions,

    δάμαρτος 'Ιππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος

    having experienced,

    Pi.N.4.58

    ;

    κείμεθ' ἀγηράντῳ χρώμενοι εὐλογίῃ Simon.100.4

    ;

    νιφετῷ Hdt.4.50

    ;

    στίβῃ καὶ νιφετῷ Call.Epigr.33.3

    ;

    χειμῶνι Antipho 5.21

    , D.18.194;

    λαίλαπι AP7.503

    (Leon.); στυγεροῖς πνεύμασι Epigr. ap. D.S.13.41 (iv B. C.);

    ἀνάγκῃ Antipho 5.22

    ;

    οἰκεῖα πράγματ' εἰσάγων, οἷς χρώμεθ', οἷς σύνεσμεν Ar.Ra. 959

    ;

    γυναικῶν τῶν τοῖς τόκοις χρωμένων πλείοσιν Arist.HA 582a24

    ;

    ἀπεψίαις χ. IG42(1).126.4

    (Epid., ii A. D.);

    ἑκὼν.. οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ A.Ag. 953

    ; νόμοισι χ. live under laws, Hdt. 1.173, 216, cf. IG9(1).334.19 ([dialect] Locr., v B. C.);

    νόμοις τοῖς ἰδίοις Riv.Fil.58.472

    (Gortyn, iii B. C.);

    ἀνομίᾳ X.Mem.1.2.24

    ;

    γαλανείᾳ χρησάμενοι μανιάδων οἴστρων E.IA 546

    (lyr.); χ. εὐμαρείᾳ to be at ease, S.Tr. 193 (but, ease oneself, Hdt.2.35);

    συντυχίῃ χ. Id.5.41

    ;

    τύχῃ E.Heracl. 714

    , And.1.67, 120;

    πολλῇ εὐτυχίᾳ Pl.Men. 72a

    ; πολλῇ τῇ νίκῃ χρῆται, = παρὰ πολὺ νικᾷ, And.4.31;

    συμφορῇ κεχρημένος Hdt.1.42

    , cf. E.Med. 347;

    τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς Hdt. 1.117

    ; θείῃ πομπῇ χρεώμενος divinely sent, ib.62; of mental conditions present in the subject, τῷ χόλῳ χρέομαι I feel anger, Sophr. 126;

    λογισάμενος ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑποργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται Hdt.1.137

    ; μὴ πάντα θυμῷ χρέο ib. 155;

    ὀργῇ χρωμένη S.OT 1241

    ;

    ὀργῇ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω LXX Jb.10.17

    , cf. 19.11, al.; ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι ἀπέστησαν they stiffened their necks and.. Hdt.5.83; οἴησις γάρ, καὶ μάλιστα ἐν ἰητρικῇ, αἰτίην μὲντοῖσι κεχρημένοισιν, ὄλεθρον δὲ τοῖσι χρεωμένοισι ἐπιφέρει vanity brings blame on its possessor (or victim) and ruin on those who consult him, Hp Decent.4;

    πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος Antipho 3.3.2

    ;

    ἀμαθίᾳ πλέονι.. χρῆσθε Th.1.68

    ;

    ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο Id.6.15

    ;

    φθόνῳ καὶ διαβολῇ χ. Pl.Ap. 18d

    ;

    οὺ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀλλὰ τῇ τοῦ πατάξαντος χρησάμενος ἀπέθανεν Antipho 4.3.4

    ;

    τοῖς ἁμαρτήμασι παραπλησίοις ἐχρήσαντο Isoc.8.104

    ;

    μή τι ἄρα τῇ ἐλαφρίᾳ ἐχρησάμην; 2 Ep.Cor.1.17

    .
    2 with verbal nouns. periphr. for the verb derived from the noun, ἀληθέϊ λόγῳ χ. use true speech, i.e. speak the truth, Hdt.1.14; ἀληθείῃ χ. ib. 116, 7.101; βοῇ χ. set up a cry, Id.4.134; τοιούτῳ πράγματι οὐ κέχρησαι, = οὐδὲν τοιοῦτο ἔπραξας, Hyp.Eux.11; δαψιλέϊ τῷ ποτῷ (fort. πότῳ)

    χρησαμένους Hdt.2.121

    .δ'; ἐσόδῳ χρέο πυκνῶς visit often, Hp.Decent.13;

    ἡ σελήνη.. διὰ παντὸς τῇ ἴσῃ παραυξήσει καὶ μειώσει χρῆται Gem.18.16

    .
    3 c. dupl. dat., use as so and so,

    τοῖς ἀγαθοῖσιν.. χ. πρὸς τὰ κακὰ ἀλκῇ Democr.173

    ;

    μιᾷ πόλει ταύτῃ χ. Th.2.15

    ;

    χ. τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ X.Mem.3.14.4

    .
    4 χ. τισιν ἔς τι use for an end or purpose, Hdt.1.34;

    πρός τι X.Oec.11.13

    ;

    ἐπί τι Id.Mem.1.2.9

    ; ἀμφί or περί τι, Id.Oec.9.6, An.3.5.10; with neut. Adj. or Pron. as Adv., τάδε [τῷ ἀμφιβλήστρῳ] χ. makes the following use of the net, Hdt.2.95;

    χρέωνται οὐδὲν ἐλαίῳ Id.1.193

    ; χρυσῷ καὶ χαλκῷ τὰ πάντα χρέωνται ib. 215; λογισμῷ ἐλάχιστα χ., πλεῖστα ἀρετῇ χ., Th.2.11, 5.105; τί χρήσεταί ποτ' αὐτῷ; what use will he make of him? Ar.Ach. 935, cf. X.An.1.3.18;

    χ. τἀνδρὶ τοῖς τ' ἐμοῖς λόγοις S.Tr.60

    ;

    ἠπορούμην ὅ τι χρησαίμην τῇ τούτου παρανομίᾳ Lys.3.10

    .
    b treat, deal with,

    παραδίδωμι χρᾶσθαι αὐτῷ τοῦτο ὅ τι σὺ βούλεαι Hdt.1.210

    , cf. Ar.Nu. 439 (anap.; fort. delendum χρήσθων), Isoc.12.107; εἰ τύχοι (sc. γυνὴ)

    μὴ ἐπιτηδεία γενομένη, τί χρὴ τῇ συμφορᾷ χρῆσθαι; Antipho Soph.49

    ; ἀπορέων ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι not knowing what to make of it, Hdt.7.213;

    ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο Pl.Prt. 321c

    ;

    οὐκ ἂν ἔχοις ὅτι χρῷο σαυτῷ Id.Cri. 45b

    ; in elliptical phrases,

    τί οὖν χρησώμεθα; Id.Ly. 213c

    ;

    Θηβαίους ἔχοντες.. τί χρήσεσθε; D.8.74

    : c. dat. et acc. cogn.,

    χρωμένους τῷ κτείναντι χρείαν ἣν ἂν ἐθέλωσι Pl.Lg. 868b

    , cf. 785b, Clit. 407e.
    IV of persons, χρῆσθαί τινι ὡς .. treat him as..,

    χ. τινὶ ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ Hdt.7.209

    ; χ. [τισὶν] ὡς πολεμίοις, ὡς φίλοις καὶ πιστοῖς, treat as friends or enemies, regard them as such, Th.1.53, X.Cyr.4.2.8; so

    φιλικώτερον χρῆσθαί τισι Id.Mem.4.3.12

    ;

    ὑβριστικῶς χ. τισί D.56.12

    ; also without

    ὡς, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ A.Pr. 324

    , cf. Heraclit.104;

    ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc. 801

    ;

    οὐ σφόδρα ἐχρώμην Αυκίνῳ φίλῳ Antipho 5.63

    ;

    πλείστοις καὶ δεινοτάτοις ἐχροῖς χ. And.4.2

    ;

    ἀσθενέσι χ. πολεμίοις X.Cyr.3.2.4

    .
    b χρῆσθαί τινι (without φίλῳ) to be intimate with a man, X.Hier.5.2, Mem.4.8.11;

    χρῆσθαι καὶ συνεῖναί τισι And.1.49

    ; ἀνάγκη, ὃς ἂν γένηται (sc. παῖς, son), τούτῳ χρῆσθαι one must put up with the son that is born, Democr.277: ἰητρῷ μὴ χρωμένους not consulting a doctor, Hp. de Arte5 (so c. dat. et acc., ἐσιέναι παρὰ βασιλέα μηδένα, δι' ἀγγέλων δὲ πάντα χρᾶσθαι (sc. αὐτῷ) deal with him in everything by messengers, Hdt.1.99); so Πλάτωνι, Ξενοφῶντι, χ. use, study their writings, Plu.2.79d: abs.,

    οἱ χρώμενοι

    friends,

    X.Ages.11.13

    , Mem.2.6.5, Isoc.6.44.
    2 esp. of sexual intercourse,

    γυναιξὶ ἐχρᾶτο Hdt.2.181

    , cf. X.Mem.1.2.29, 2.1.30, Is.3.10, D.59.67.
    3 χρῆσθαι ἑαυτῷ make use ofoneself or one's powers, with a part.,

    οὐδ' ὑγιαίνοντι χρώμενος ἑαυτῷ Plu.Nic.17

    ;

    αὑτῷ νήφοντι χ. Id.Eum.16

    : so with an Adv.,

    χ. ἑαντῷ πρὸς τοὺς κινδύνους ἀφειδῶς Id.Alex.45

    ; παρέχειν ἑαυτὸν ταῖς ἀρχαῖς χρῆσθαι place oneself at the disposal of another, X.Cyr.1.2.13, cf. 8.1.5.
    V abs., or with Adv., χρῶνται Πέρσαι οὕτω so the Persians are wont to do, such is their custom. ib.4.3.23.
    VI in later Gk. ( τῷ μεγαλόφρονι shd. be read for τὸ μεγαλόφρον in X.Ages.11.11) c. acc. rei,

    χ. τὰ ἀπὸ λιμένων.. εἰς διοίκησιν τῆς πόλεως Arist.Oec. 1350a7

    ; [θησαυρὸν] χρησάμενοι (v.l. κτησάμενοι) LXXWi.7.14;

    οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι 1 Ep.Cor.7.31

    ;

    ἄνηθον μετ' ἐλαίου χρήσασθαι IG42(1).126.27

    (Epid., ii A. D.);

    ὕδωρ χρῶ PTeb.273.28

    (ii/iii A. D.):— for Hdt.1.99, v. supr. IV. 1b.
    VII [voice] Pass., to be used, esp. in [tense] aor., αἱ δὲ (sc. αἱ νέες)

    οὐκ ἐχρήσθησαν Hdt.7.144

    ; τέως ἂν χρησθῇ so long as it be in use, D.21.16; [

    σιδήρου τοῦ] χρησθέντος εἰς τύλους Supp.Epigr.4.447.48

    (Didyma, ii B. C.); Hsch. also has χρησθήσεται· χρησιμεύσει:—v. supr. A.11.
    D for χρή, v. sub voc. (Origin and historical order of the forms and senses not clear: χρή and χρῄζω are cogn.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χράω

  • 11 προεῖπον

    A

    - εῖπα Plb.3.114.8

    ), [tense] aor. with no [tense] pres. in use, προλέγω and προαγορεύω being used, part. προειπών, inf. προειπεῖν:— foretell, Pl.Euthphr.3c, al., Gal.14.601; premise,

    τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Arist.Rh. 1394b31

    .
    II proclaim or declare publicly,

    ἀλλήλοισι πόλεμον π. Hdt.7.9

    .

    β; ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι π. Id.7.116

    ;

    ἀγῶνας ἑκάστοις X.Cyr.1.6.18

    ; νικητήρια ταῖς τάξεσι ib. 2.1.24;

    θάνατον αὐτῷ π. μὴ πράξαντι ταῦτα Pl.Lg. 698c

    ; π. τινὶ φόνου make proclamation of murder against him, D.59.9, cf. Lex ap.eund. 43.57;

    π. τοῖς θεοῖς ὅτι.. Pl.Cra. 401a

    ; ὀνυμάξει αὐτὸν προειπὼν τρῖς ἁμέρας giving notice of three days (within which he must answer the call), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene);

    ἐν ἡμέραις πέντε ἀφ' ἧς ἂν ἀλλήλοις προείπωσιν BGU1050.27

    (i A.D.).
    III c. inf., order or command before,

    πρό οἱ εἴπομεν.., μήτ' αὐτὸν κτείνειν Od.1.37

    , cf. Hdt.1.21, 155, 7.12, S.OT 351;

    οἱ νόμοι προεῖπον αὐτῷ μὴ δημηγορεῖν Aeschin.1.3

    ;

    π. τοῖς καδεσταῖς ἀλλύεθθαι Leg.Gort.2.28

    : c. acc. et inf.,

    π. σῖτον ἐσάγειν τὸν βουλόμενον Th.4.26

    ; π. αὐτῷ δήσειν threatened him that.., And.4.17.
    2 enjoin, c. acc.,

    π. Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Hdt.1.156

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεῖπον

  • 12 ὅπως

    ὅπως, [dialect] Ep. also and [dialect] Aeol. [full] ὅππως, [dialect] Ion. [full] ὅκως, [dialect] Dor. [full] ὁπῶς acc. to A.D.Adv.173.11: correlat. to ὡς and πῶς.
    A ADV. OF MANNER, Relat. as, in such manner as, and with interrog. force how, in what manner, rarely indef., v. infr. A. V.
    B FINAL CONJUNCTION, in such a manner that, in order that.
    A ADV. OF MANNER, how, as:
    I Relat. to ὥς or οὕτως (like ὡς), in such manner as, as:
    1 with the ordinary Constr. of the Relat.:
    a with ind.,

    ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν Od.15.111

    ;

    οὕτως ὅ... S.Tr. 330

    ;

    ὧδ' ὅ. Id.El. 1301

    ;

    οὕτως ὅ. δύνανται Th.7.67

    : sts. an analogous word replaces the antec. Adv., με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως (for οἷον)

    ἐθέλει Od.16.208

    : freq. without any antec. expressed, ἔλθοι ὅ... ἐθέλω (sc. αὐτὸν ἐλθεῖν) 14.172 ;

    ἔρξον ὅ. ἐθέλεις Il.4.37

    , Od.13.145 ;

    χρῶ ὅ. βούλει X.Cyr.8.3.46

    ; ποίει ὅ. ἄριστόν σοι δοκεῖ εἶναι ib.4.5.50 ; ὅ. ἔχω as I am, on the spot, S. Ph. 819.
    b with [tense] fut. ind., esp. after Verbs of seeing, providing, taking care.., in the manner in which, how, that,

    οἱ Περσικοὶ νόμοι ἐπιμέλονται ὅπως μὴ τοιοῦτοι ἔσονται οἱ πολῖται X.Cyr.1.2.3

    ;

    ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται Hdt.5.23

    ;

    ἐφρόντιζον ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων Id.7.8

    .ά, cf. Pl.Ap. 29e ;

    ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει Th.3.4

    ;

    τοῦτο μηχανᾶσθαι ὅπως ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον Pl.Ap. 39a

    ;

    τούτου στοχαζόμενοι, ὅπως.. ἔσονται Id.Grg. 502e

    (cf. infr.111.1 b, etc.): this [tense] fut. ind. may become opt. after a historical tense,

    ἐπεμελεῖτο ὅπως μήτε ἄσιτοι μήτε ἄποτοί ποτε ἔσοιντο X.Cyr.8.1.43

    , cf. HG7.5.3, Cyr.8.1.10, Oec.7.5, Ages.2.8 ; and ὅπως is freq. used interchangeably with such forms as δι' ὧν, ὅτῳ τρόπῳ, etc.,

    εἰσηγοῦνται μὴ δι' ὧν.. ἀσκήσουσιν, ἀλλ' ὅπως.. δόξουσι Isoc.1.4

    , cf. Th.6.11: this sense easily passes into a final sense, so that,

    τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει Hdt.3.40

    ; οὕτω δ' (sc. ποίει)

    ὅπως μήτηρ σε μὴ 'πιγνώσεται S.El. 1296

    , cf. Ar.Ra. 905, X.Cyr.4.5.25, HG 2.4.17 ; v. infr. B.
    2 with ἄν ([dialect] Ep. κε ) and subj. in indefinite sentences, in whatever way, just as, however,

    ὅππως κεν ἐθέλῃσιν Il.20.243

    (but ὅπως ἐθέλῃσιν (without κε) Od.1.349, 6.189) ;

    οὕτως ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα Hdt.8.143

    ;

    οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται X.Cyr.1.1.2

    , cf. IG22.1.13 (v B. C.), Pl.Phd. 116a, Smp. 174b, etc.
    b with opt. after historical tenses,

    οὕτως ὅ. τύχοιεν Th.8.95

    ;

    ὅ. βούλοιντο X.HG 2.3.13

    ; in a gnomic statement,

    εἰκῇ κράτιστον ζῆν ὅ. δύναιτό τις S. OT 979

    : when ἄν appears with the opt., it belongs to the Verb and not to ὅπως, ὅ. ἄν τις ὀνομάσαι τοῦτο however one might think fit to call it, D.13.4.
    3 a very common phrase is οὐκ ἔστιν ὅ. ( οὐκ ἔσθ' ὅπως ) there is no way in which.., it cannot be that,

    οὐκ ἔστι ὅκως κοτὲ σοὺς δέξονται λόγους Hdt.7.102

    , cf. Ar.Pl.18, D.18.208, al.; so οὐκ ἔστιν ὅ. οὐ, fieri non potest quin,

    οὐκ ἔσθ' ὅ. οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' S.OC97

    , cf. Ar.Ach. 116, Eq. 426, Th. 882, Pl.Ap. 27e ; οὐδαμῶς ὅ. οὐ, in answer, it must positively be so, Id.Tht. 160d ; so also

    οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ' ὅ... οὐ φανῶ S.OT 1058

    ; οὐ γὰρ γένοιτ' ἄν, ταῦθ' ὅ. οὐχ ὧδ' ἔχειν (anacoluth. for ἔχει or ἕξει) Id.Aj. 378 : so in questions, ἔσθ' ὅ... ἔλθωμεν; Ar.V. 471 (v.l. -οιμεν) ; ἔστιν οὖν ὅ. ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει; Pl.R. 495a, cf. Phdr. 262b, Tht. 154c : so, besides ind. of all tenses, οὐκ ἔσθ' ὅ. may be folld. by opt. with

    ἄν, οὐ γάρ ἐσθ' ὅπως μί' ἡμέρα γένοιτ' ἂν ἡμέραι δύο Ar.Nu. 1181

    , cf. V. 212, Isoc.12.156, Pl.La. 184c: by ind. with

    ἄν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν.. κατέστησαν Isoc. 15.206

    , cf. D.33.28 : ἄν is omitted in

    οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι A.Ag. 620

    , cf. E.Alc.52, Ar.V. 471 (v.l. ἔλθωμεν).
    4 in Trag., etc., like ὡς in comparisons,

    κῦμ' ὅπως A.Pr. 1001

    ;

    γῄτης ὅπως S.Tr.32

    , cf. 442, 683 ;

    ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα Id.El.98

    (anap.) ; ὅπως ἁ πάνδυρτος ἀηδών ib. 1076 (lyr.), cf. Ph. 777, E.Andr. 1140 ;

    ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων Herod.3.41

    ; so in [dialect] Locr. Prose,

    ὅπω (ς) ξένον IG9(1).334.2

    (V B.C.).
    5 like ὡς or ὅτι, with [comp] Sup. of Advs.,

    ὅ. ἄριστα A.Ag. 600

    , IG12.44.8, etc.; ὅ. ἀνωτάτω as high up as possible, Ar. Pax 207 ; in full, οὕτως ὅ. ἥδιστα (sc. ἔχει) S.Tr. 330.
    6 with a gen. added, σοῦσθε ὅ. ποδῶν run as you are off for feet, i. e. as quick as you can, A.Supp. 837 (lyr., where however < ἔχετε> shd. prob. be added); v. infr. 111.10, ἔχω (A) B. 11.2b.
    7 sts. of Time, when,

    Τρῶες.. ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος.., ἐπ' αὐτῷ πάντες ἔβησαν Il.11.459

    , cf. 12.208, Od.3.373: freq. in Hdt. with opt., whenever,

    ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός 1.17

    , cf. 68, 100, 162, 186, 2.13, 174, al.: in Trag. and Com., A.Pers. 198, S.El. 749, Tr. 765, Ar.Nu. 60 : with [comp] Sup. of Advs.,

    ὅ. πρῶτα

    as soon as,

    Hes.Th. 156

    ;

    ὅ. ὤκιστα Thgn.427

    ;

    ὅ. τάχιστα A.Pr. 230

    .
    8 of Place, where, dub. in Herod.3.75.
    II ὅπως is sts. used to introduce the substance of a statement, after Verbs of saying, thinking, or perceiving, that, how,

    λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως.. Hdt.1.37

    ;

    οὐδὲ φήσω ὅκως.. Id.2.49

    , cf. 3.115, 116 ;

    τοῦτ' αὐτὸ μή μοι φράζ', ὅπως οὐκ εἶ κακός S.OT 548

    , cf. Ant. 223, Pl.Euthd. 296e ; after ἐλπίζειν, S.El. 963, E.Heracl. 1051 ; after Verbs of emotion, ἐμοὶ δ' ἄχος.., ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται grief is mine, when I think how.. (i. e. that..), Od.4.109, cf. S.Ph. 169 (lyr.); after θαυμάζω freq. in [dialect] Att.,

    θαυμάζω ὅ. ποτὲ ἐπείσθησαν Ἀθηναῖοι X.Mem.1.1.20

    , cf. Pl.Cri. 43a.
    2 οὐχ ὅ... ἀλλὰ or ἀλλὰ καὶ.. is not only not.. but.., and is expld. by an ellipsis of λέγω or ἐρῶ (cf. ὅτι IV), οὐχ ὅ. κωλυταὶ.. γενήσεσθε, ἀλλὰ καὶ.. δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε not only will you not become.., but you will also.., Th.1.35, cf. X.HG5.4.34, D.6.9 ;

    οὐχ ὅ. ὑμῖν τῶν αὑτοῦ τι ἐπέδωκεν, ἀλλὰ τῶν ὑμετέρων πολλὰ ὑφῄρηται Lys.30.26

    ;

    οὐχ ὅ. τούτων χάριν ἀπέδοσαν, ἀλλ' ἀπολιπόντες ὑμᾶς εἰς τὴν Λακεδαιμονίων συμμαχίαν εἰσῆλθον Isoc.14.27

    , cf. D.18.131, 53.13 ;

    οὐ γὰρ ὅπως.., ἀλλὰ καὶ.. Id.21.11

    ;

    οὔκουν ὅπως.., ἀλλὰ.. X.Cyr.8.2.12

    ; also

    οὐχ ὅ..., ἀλλ' οὐδέ.., οὐχ ὅ. ἀδικοῦντες, ἀλλ' οὐδ' ἐπιδημοῦντες ἐφυγαδευόμεθα Id.HG2.4.14

    ;

    οὐχ ὅ. τῆς κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ' οὐδὲ δουλείας μετρίας τυχεῖν ἠξιώθημεν Isoc.14.5

    ;

    διμοιρίαν λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις οὐχ ὅπως ἀμφοτέραις ἐχρῆτο, ἀλλὰ διαπέμπων οὐδετέραν αὑτῷ κατέλειπε X.Ages.5.1

    ;

    οὐχ ὅ. ζημιοῦν, ἀλλὰ μηδ' ἀτιμάζειν.. Th.3.42

    : so sts. μὴ ὅ. (where an imper. must be supplied), μὴ ὅ. ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε do not think that you could dance = so far from being able to dance, X.Cyr.1.3.10.
    b οὐχ ὅ. rarely follows another clause, to say nothing of.., let alone..,

    πεπαύμεθ' ἡμεῖς, οὐχ ὅ. σε παύσομεν S.El. 796

    ; μηδ' ἐμπίδα, οὐχ ὅπως ταῦρον ἔτι ἄρασθαι δυνάμενος.. let alone a bull, Luc.Cont.8, cf. Prom.8, Pr.Im.7, Pisc. 31.
    III in in direct questions, how, in what way or manner:
    1 with ind.,
    a

    ἔσπετε νῦν μοι ὅππως δὴ.. πῦρ ἔμπεσε νηυσίν Il.16.113

    ;

    εἴπ' ἄγε μ'.. ὅππως τούσδ' ἵππους λάβετον 10.545

    ;

    εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.3.97

    ;

    ὅπως ἠφανίσθη οὐδὲ λόγῳ εἰκότι δύνανται ἀποφαίνειν Antipho 5.26

    ;

    Ἀλκιβιάδης ἀνήχθη.. ἐπὶ κατασκοπὴν.. τοῦ οἴκαδε κατάπλου ὅπως ἡ πόλις πρὸς αὐτὸν ἔχοι X.HG1.4.11

    ;

    οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Il.2.252

    , etc.
    2 with deliberative subj. after Verbs of deliberation, taking care, and the like ,

    λεύσσει ὅπως ὄχ' ἄριστα.. γένηται Il.3.110

    ; ἐνόησεν (gnomic [tense] aor.)

    ὅππως κέρδος ἔῃ 10.225

    ;

    ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον ὅπως ἔλθῃσι Od.1.77

    , cf. 13.365 ;

    οὐκ οἶδ' ὅπως.. φῶ S.OT 1367

    , cf. Aj. 428, Lys.8.5, Pl.Men. 91d ;

    ἐπιμελητέον ὅπως τρέφωνται οἱ ἵπποι X.Eq.Mag.1.3

    , cf. Oec.7.36,37,9.14, 15.1, Pl.Grg. 515c.—Sts. the [tense] fut. and subj. are conjoined without difference of meaning,

    ἐπράττετο γὰρ.., πρῶτον μὲν ὅπως μὴ περιμείνητε.., δεύτερον δὲ ὅπως ψηφιε̄σθε.., τρίτον δὲ ὅπως μὴ ἔσται Aeschin.3.65

    , cf. X. Ages.7.7, Mem.2.2.10.—On ὅπως ἄν (κεν), v. infr. 5.
    3 with opt. after tenses of past time, τῶν ἀδῄλων ὅπως ἀποβήσοιτο ib.1.3.2, etc.: after Verbs of deliberation, being virtually orat. obliq., μερμήριξε.. Ἥρη ὅπως ἐξαπάφοιτο (orat. rect. πῶς ἐξαπάφωμαι;) Il.14.160 ;

    μερμήριζεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554

    , cf. 420 ;

    οὐ γὰρ εἴχομεν.. ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν S.Ant. 271

    ;

    ἐπεμελήθημεν ὅπως ἐξαλειφθείη αὐτῷ τὰ ἁμαρτήματα Lys.6.39

    , cf. 13.32, X.Cyr.6.2.11.
    4 with opt. and ἄν freq. expressing a wish, which in orat. rect. would be expressed by

    πῶς ἄν, σκόπει ὅ. ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα Ar.Eq.81

    (v.l. ἀποθάνωμεν), cf. Nu. 760 ;

    βουλευόμενοι ὅ. ἂν τὴν ἡγεμονίαν λάβοιεν τῆς Ἑλλάδος X.HG7.1.33

    , cf. Cyr.2.1.4 ; τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅ. ἂν θηρῷεν (v.l. -ῶσιν) ib.1.2.10: the opt. with ἄν and subj. sts. appear in consecutive clauses, Id.HG3.2.1.
    5 ὅπως ἄν (κεν) with the subj. is used after imper. or inf. used as imper.,

    πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι Od.4.545

    ;

    φράζεσθαι.., ὅππως κε μνηστῆρας.. κτείνῃς 1.295

    ;

    σκοπεῖτε.., ὅ. ἂν ὑμῖν πρᾶγος εὖ νικᾷ τόδε A.Supp. 233

    , etc.;

    φύλασσε.. ἔπειθ' ὅ. ἂν.. ἡ χάρις.. ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ S.Tr. 618

    , cf. E.IA 539 : in Prose,

    ἐπιμεληθῆναι ὅ. ἂν.. X.Cyr.8.3.6

    , cf. Pl.Prt. 326a;

    μηχανᾶσθαι Id.Phdr. 239b

    , Grg. 481a, cf. Ar.Eq. 917.
    6 rarely c. inf.,

    ἐπιμελήθητε προθύμως ὅπως διπλάσια.. σῖτα καὶ ποτὰ παρασκευασθῆναι X.Cyr.4.2.37

    (v.l. -εσκευασμένα ᾖ), cf. Oec.7.29, HG6.2.32; so later ὅπως παρακολουθῆμεν ([dialect] Dor. inf.) Supp.Epigr.1.170.18 (cf. p.138, Delph., ii B. C.); ὅπως.. ἔχειν, ὅπως.. εἴργεσθαι, D.S.20.4,85;

    ὅπως πέμπιν PTeb.315.30

    (ii A. D.).
    7 after Verbs of fear and caution, ὅπως and ὅπως μή are used with [tense] fut. ind. or [tense] aor. subj. :— the readings are freq. uncertain: the following (among others) are made certain either by the metre or the form,
    a with [tense] fut. ind.,

    δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι Ar.Eq. 112

    ;

    παντὶ λόγῳ ἀντιτείνετε εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ.. οἰχήσομαι Pl.Phd. 91c

    ;

    φόβος.. ἔστιν.. ὅπως μὴ αὖθις διασχισθησόμεθα Id.Smp. 193a

    : sts. the preceding Verb is omitted,

    ὅπως μὴ οὐκ.. ἔσομαι Id.Men. 77a

    .
    b with [tense] aor. subj.,

    τὴν θεὸν δ' ὅ. λάθω δέδοικα E.IT 995

    ;

    φυλάττου, ὅ. μὴ εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς X.Mem.3.6.16

    : rarely with [tense] pres.,

    οὐ φοβεῖ ὅ. μὴ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων Pl.Euthphr.4e

    : sts. the preceding Verb is omitted, with [tense] aor. subj.,

    ὅκως μή τι ὑμῖν πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐσβάλωσι Hdt.6.85

    : with [tense] pres. subj.,

    ὅπως μὴ.. ᾖ τοῦτο Pl.Cra. 430d

    .
    c with opt. representing subj. after a historical tense, X. Mem.2.9.3.
    8 this Constr. is used in admonitions or commands: in the orig. Constr. a Verb implying caution or circumspection precedes,

    ὅρα ὅκως μή σευ ἀποστήσονται Πέρσαι Hdt.3.36

    ;

    ἄθρει.. ὅπως μὴ ἐκδύσεται Ar.V. 141

    ; τηρώμεσθ' ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται ib. 372 : but this came to be omitted, and ὅπως or ὅπως μή with [tense] fut. ind. or [tense] aor. subj. are exactly = the imper.,

    ἔμβα χὤπως ἀρεῖς Id.Ra. 378

    (lyr.): most freq. with [tense] fut. ind., ὅκως λόγον δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων, = δίδου λόγον, Hdt.3.142 ; ὅπως παρέσει μοι, = πάρισθι, Ar.Av. 131 ;

    ὅπως πετήσει Id. Pax77

    , cf. X.An.1.7.3, Lys.1.21, 12.50, Pl.Grg. 489a, etc.: rarely with I pers.,

    ὁποῖα κισσὸς δρυός, ὅπως τῆσδ' ἕξομαι E.Hec. 398

    , cf. Ar.Ec. 297 (lyr.): very rarely with [tense] aor. subj.,

    ὅπως μή τι ἡμᾶς σφήλῃ Pl.Euthd. 296a

    codd.;

    ὅπως μὴ.. ἐξαπατήσῃ Id.Prt. 313c

    ;

    ὅπως μὴ ποιήσητε D.4.20

    codd.—The codd. freq. vary, as between διδάξεις and

    - ξῃς Ar.Nu. 824

    ; τιμωρήσονται and

    - ωνται Th.1.56

    ; πράξομεν and - ωμεν ib.82 ; θορυβήσει and

    - σῃ D.13.14

    , etc.—Since the [tense] fut. is frequently, and the [tense] aor. (whether 1 or 2) rarely guaranteed by metre or form, the [tense] aor. 1 forms shd. prob. be rejected, both in signf. 7 and 8, in cases where codd. vary.
    9 as the echo to a preceding πῶς; in dialogue, A καὶ πῶς; B ὅπως; [do you ask] how? Ar. Eq. 128; A πῶς με χρὴ καλεῖν; B ὅπως; Id.Nu. 677, cf. Pl. 139.
    10 with a gen. (v. supr. 1.6),

    οὐκ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης

    in the matter of..,

    Pl.Grg. 470e

    , cf. R. 389c.
    IV in direct questions, how? ἔπραξας ὅπως; Jul.Ep.82p.106B.-C.; cf. ὅστις.
    V indef., anyhow, τὸ οὐδ' ὅ. the expression 'not at all', Pl.Tht. 183b (v.l. οὐδ' οὕτως).
    B FINAL CONJUNCTION, that, in order that, the original notion of modality being merged in that of purpose or design, cf. ἵνα, with which it is sts. interchanged, Antipho 1.23 and 24, And.3.14, Lycurg. 119 sq.:—in early [dialect] Att. Inscrr. only ὅπως ἄν is used, IG12.39.19, al. ; ὅπως without ἄν only once in cent. iv B. C., ib.22.226.42 (343 B.C.), after which it becomes gradually prevalent:
    1 with subj.,
    a after primary tenses, or after subj. or imper.,

    τὸν δὲ μνηστῆρες.. λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται Od.14.181

    , cf. A.Ch. 873, S.Ph. 238, El. 457, X.Mem.2.10.2, etc.
    b after historical tenses (v.

    ἵνα B. 1.1b

    ), when there is no [tense] pf. form, or when the [tense] aor. represents the [tense] pf., ξυνελέγημεν ἐνθάδε, ὅ. προμελετήσωμεν we were convened, i. e. we have met in assembly, Ar.Ec. 117 ;

    παρήλθομεν.., ὅπως μὴ χεῖρον βουλεύσησθε Th.1.73

    ; also when the occurrence purposed is regarded from the point of view of the person purposing, ἦλθον πρεσβευσόμενοι, ὅπως μὴ σφίσι.. τὸ αὐτῶν [ναυτικὸν] ἐμπόδιον γένηται ib.31, cf. 57,65, etc.: sts. the opt. and subj. appear in consecutive clauses,

    φρυκτοὺς παρεσκευασμένους ἐς αὐτὸ τοῦτο, ὅπως ἀσαφῆ τὰ σημεῖα.. ᾖ καὶ μὴ βοηθοῖεν Id.3.22

    , cf. 6.96, 7.17.
    2 with opt. after historical tenses,

    πὰρ δέ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως.. κῆρας ἀλάλκοι Il.21.548

    ; more freq. in Od., as 13.319, 14.312, 18.160, 22.472; so in S.OT 1005, OC 1305, X.Cyr.1.4.25, Pl.Ti. 77e, etc.: after historical [tense] pres.,

    πέμπει τούσδ' ὅπως κτείνοιεν A.Pers. 450

    ;

    ἡγεμόνα πέμπει ὅπως ἄγοι X.An.4.7.19

    : after opt.,

    ἔλθοι.. ὅ. γένοιτο A.Eu. 297

    , cf. S.Aj. 1221 (lyr.).
    3 with ind.,
    a of historical tenses, where the principal clause expresses an action or obligation unfulfilled,

    εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην, ὅ. δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην A.Ch. 196

    , cf. S.El. 1134: rare in Prose,

    ἐδεξάμην ἃν.. φράσαι πρὸς ὑμᾶς.., ὅ... προῄδετε And.2.21

    ; τίς οὐκ ἂν.. ταῦτα ἐδήλωσεν, ὅ... ταῦτα ἠλέγχθη; D.36.20;

    οὐκοῦν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅ. ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος Ar. Pax 135

    ; τί.. οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν.. ὅ. ἀπηλλάγην; A.Pr. 749.
    b of [tense] fut., θέλγει, ὅ. Ἰθάκης ἐπιλήσεται (= φραζομένη ὅπως ἐ.) Od.1.57, cf. Il.1.136 ;

    [χρὴ] ἀναβιβάζειν ἐπὶ τὸν τροχὸν τοὺς ἀπογραφέντας, ὅ. μὴ πρότερον νὺξ ἔσται And.1.43

    ;

    ἐμισθώσατο τοῦτον.., ὅ. συνερεῖ D.19.316

    : sts. [tense] fut. ind. and [tense] aor. subj. are conjoined,

    σιγᾶθ', ὅ. μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα, γλώσσης χάριν δὲ πάντ' ἀπαγγείλῃ τάδε A. Ch. 265

    .
    II ὅπως c. subj. is sts. used after Verbs of will and endeavour, instead of the inf.,

    λίσσεσθαι.. ὅ. νημερτέα εἴπῃ Od.3.19

    ;

    αἰτεῖσθαι ὅ. μὴ καταψηφίσησθε Antipho 1.12

    ; δεήσεται.., ὅ. δίκην μὴ δῷ ib.23 ;

    ὅ. μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει Lys.1.29

    ; παρακελεύεσθε ὑμῖν

    αὐτοῖς ὅ... ἐξίητε Lycurg.127

    ( ἔξιτε Rehdantz): with

    ἄν, δεῖταί μου σφόδρα ὅπως ἂν οἰκουρῇ Ar.Ach. 1060

    , cf. Hdt.2.126, 3.44 ;

    διεκελεύετο ὅπως ἂν.. ἐγγράφωσί με Is.7.27

    ; so δεῖ σ' ὅ. δείξεις (for δεῖξαι), S.Aj. 556, may be expld. as ellipsis for δεῖ σ' ὁρᾶν (σκοπεῖν) ὅπως, cf. Id.Ph.55 ;

    δεῖ σ' ὅπως.. μηδὲν διοίσεις.. Cratin.108

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅπως

  • 13 πιστεύω

    πιστεύω (Trag.+) impf. ἐπίστευον; 1 aor. ἐπίστευσα; pf. πεπίστευκα; plpf. πεπιστεύκειν Ac 14:23 (on the omission of the augment s. B-D-F §66, 1; Mlt-H. 190). Pass.: fut. 3 pl. πιστευθήσονται Gen 42, 20; 1 aor. ἐπιστεύθην; pf. πεπίστευμαι (the word does not occur in Phlm, 2 Pt, 2 and 3J, Rv, MPol, or D. But it is a special favorite of J and 1J, where it is found 96 times and 9 times respectively; πίστις is not found in the gospel at all, and occurs in 1J only once, 5:4. Our lit. uses it quite predominantly in a transcendent sense, or at least w. transcendent coloring).
    to consider someth. to be true and therefore worthy of one’s trust, believe
    believe (in) someth., be convinced of someth., w. that which one believes (in) indicated
    α. by acc. of thing (Soph., Oed. Rex 646 τάδε; Aristot., Analyt. Pr. 2, 23, 68b, 13 ἅπαντα; PSI 494, 14 μηθέν; UPZ 70, 29 [152/151 B.C.] π. τὰ ἐνύπνια; ApcEsdr 7:12 p. 32, 26 τὸ βιβλίον τοῦτο) ἡ ἀγάπη πάντα πιστεύει 1 Cor 13:7. πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην we believe in the love 1J 4:16. πιστεύεις τοῦτο; J 11:26b. Cp. Ac 13:41 (Hab 1:5). Pass. ἐπιστεύθη τὸ μαρτύριον ἡμῶν our testimony was believed 2 Th 1:10b (cp. Aristot., EN 10, 2 p. 1172b, 15 ἐπιστεύοντο οἱ λόγοι; Gen 42:20).
    β. by means of a ὅτι-clause believe that (Plut., Mor. 210d; Aelian, VH 1, 16 p. 8, 9; Herm. Wr. 4, 4: Porphyr., Ad Marcellam 24; PLond III, 897, 12 p. 207 [I A.D.]; Tob 10:8 S; Job 9:16; 15:31; 39:12; La 4:12; 4 Macc 7:19; TestAbr A 18 p. 100, 18 [Stone p. 48]; ParJer 6:7; Just., A I, 18, 2 al.; Orig., C. Cels. 4, 89, 16) μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις Lk 1:45 (ὅτι here may=for: s. ὅτι 4b).—Mk 11:23; cp. vs. 24; J 8:24 (ὅτι ἐγώ εἰμι as Is 43:10); 11:27, 42; 13:19; 14:10; 16:27, 30; 17:8, 21; 20:31a; Ac 9:26; Ro 6:8; 10:9; 1 Th 4:14; Hb 11:6; Js 2:19a; 1J 5:1, 5; Hv 3, 8, 4; 4, 2, 4; m 1:1; 6, 2, 10b; Hs 2:5.—[ὅτι εἷς θεός] καὶ εἷς χριστός AcPl Ha 1, 17; AcPlCor 1:8. π. περί τινος ὅτι believe concerning someone that J 9:18 (M. Ant. 1, 15, 5 πιστεύειν περὶ ὧν λέγοι ὅτι οὕτως φρονεῖ=believe concerning whatever he might say, that it was what he actually thought; Just., D. 10, 1 π. ἡμῶν• ὅτι ἐσθίομεν ἀνθρώπους.—π. περί τινος as Plut., Lyc. 19, 4; Jos., Ant. 14, 267).
    γ. by the acc. and inf. (pres. Pla., Gorg. 524a; PTebt 314, 3 [II A.D.]; 4 Macc 5:25; Jos., C. Ap. 2, 160; Just., A I, 8, 2 al.; Ath. 20, 3) πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ εἶναι τὸν Ἰησοῦν Ac 8:37b.—GMary 463, 8.—IRo 10:2.—By the inf. (Thu 2, 22, 1; Job 15:22; AscIs 2:10 εἰς οὐρανὸν ἀναβῆναι) πιστεύομεν σωθῆναι Ac 15:11 (difft. JNolland, NTS 27, ’80, 112f [inf. of result: ‘we believe (in order) to be saved’]).—By the acc. and ptc. ἐν σαρκὶ αὐτὸν πιστεύω ὄντα I believe that he was in the flesh ISm 3:1.
    δ. by means of the dat. of thing give credence to, believe (Aeschyl., Pers. 786 θεῶν θεσφάτοισιν; Soph., Phil. 1374 τοῖς ἐμοῖς λόγοις, El. 886; Pla., Phd. 88c, Leg. 7, 798d; Polyb. 5, 42, 9; 9, 33, 1; Herodian 7, 5, 5 ἐλπίδι κρείττονι; BGU 674, 6 τῷ λόγῳ; 2 Ch 9:6 τοῖς λόγοις; Ps 105:24; Pr 14:15; Sir 19:15; En 104:13 ταῖς βίβλοις; Philo, Leg. All. 3, 229 τοῖς κενοῖς λογισμοῖς, Virt. 68 the sayings of God; Jos., C. Ap. 2, 286, Ant. 10, 39 τ. λόγοις; Tat. 18, 2 ὕλης οἰκονομία; Ath. 30, 2 ταῖς γοναῖς τοῦ Διό; Iren. 1, 10, 2 [Harv. I 92, 4] ἡ ἐκκλησία … π. τούτοις [sc. κήρυγμα and πίστις]) οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου Lk 1:20 (cp. Iambl., ViPyth. 28, 148 περὶ θεῶν μηδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν ‘concerning the gods nothing is so marvelous that it should occasion unbelief’). τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ J 2:22. Cp. 4:50; 5:47ab. τοῖς γεγραμμένοις Ac 24:14 (Diod S 16, 52, 7 πιστεύσαντες τοῖς γεγραμμένοις). τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ θεοῦ 2 Cl 11:1 (Diod S 1, 53, 10 τῇ τοῦ προρρήσει πιστεύειν; 19, 90, 3). τῷ ψεύδει, τῇ ἀληθείᾳ 2 Th 2:11, 12. τῇ καταλαλιᾷ Hm 2:2. τῇ ἀκοῇ ἡμῶν (Is 53:1; cp. Jos., C. Ap. 2, 14 π. ἀκοῇ πρεσβυτέρων) J 12:38; Ro 10:16; 1 Cl 16:3. τοῖς ἔργοις J 10:38b (=their testimony); Hm 6, 2, 10a (that they are good and must be followed).—Pass. ἐπιστεύθη τῷ λόγῳ μου they believed my word Hm 3:3.
    ε. w. prepositional expressions: εἰς Ro 4:18, if εἰς τὸ γενέσθαι αὐτόν here is dependent on ἐπίστευσεν. πιστεύειν εἰς τὴν μαρτυρίαν believe in the witness 1J 5:10c. ὁ Χριστιανισμὸς οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμὸν ἐπίστευσεν the Christian way of life/Christianity did not commit itself to the Judean way/Judaism (s. Hdb. ad loc.) I Mg 10:3a; cp. b (Χριστιανισμόν, εἰς ὸ̔ν πᾶσα γλῶσσα πιστεύσασα). On πιστεύειν εἰς τὸ ὄνομά τινος s. 2aβ below. πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ believe in the gospel (so Ps 105:12 ἐπίστευσαν ἐν τοῖς λόγοις αὐτοῦ. Rather in the sense ‘put one’s trust in’ Sir 32:21 μὴ πιστεύσῃς ἐν ὁδῷ ἀπροσκόπῳ. See B-D-F §187, 6; Rob. 540. ALoisy, Les Évangiles synopt. I 1907, 430; 434; comm.) Mk 1:15 (Hofmann understands it as ‘on the basis of’, Wohlenberg ‘bei’; Lohmeyer is undecided; Dssm. and Mlt. 67f ‘in the sphere of’; s. p. 235). ἐν τῷ εὐαγγελίῳ οὐ πιστεύω IPhld 8:2 (s. Bihlmeyer ad loc.).—ἐπί τινι: πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται Lk 24:25; Ro 9:33 (Is 28:16).
    w. the pers. to whom one gives credence or whom one believes, in the dat. (Demosth. 18, 10; Aristot., Rhet. 2, 14 p. 1390a, 32; Polyb. 15, 26, 6 τοῖς εἰδόσι τὴν ἀλήθειαν; Herodian 2, 1, 10; PHib 72, 18; POxy 898, 29; PTebt 418, 15; Ex 4:1, 5; 3 Km 10:7; 2 Ch 32:15; Tob 2:14; Jer 47:14; JosAs 13:10; Philo, Praem. 49; Just., A I, 33, 5, D 7, 2 al.) τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν they did not believe those who saw him after he was raised from the dead Mk 16:14. Cp. Mt 21:25, 32abc; Mk 11:31; 16:13; Lk 20:5; J 5:46a; Ac 8:12; 26:27a (τ. προφήταις as Jos., Ant. 11, 96); 1J 4:1; Hm 6, 1, 2ab.—Also of Jesus and God whom one believes, in that one accepts their disclosures without doubt or contradiction: Jesus: Mt 27:42 v.l.; J 5:38, 46b; 6:30; 8:45, 46; 10:37, 38a. God: J 5:24; Ro 4:3 (Gen 15:6), 17 κατέναντι οὗ ἐπίστευσεν θεοῦ (= κατέναντι θεοῦ ᾧ ἐπίστευσεν); Gal 3:6; Js 2:23; 1 Cl 10:6 (all three Gen 15:6). ὁ μὴ πιστεύων τῷ θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν 1J 5:10b. AcPl Ha 3, 7.
    w. pers. and thing added π. τινί τι believe someone with regard to someth. (X., Apol. 15 μηδὲ ταῦτα εἰκῇ πιστεύσητε τῷ θεῷ) Hm 6, 2, 6.—W. dat. of pers. and ὅτι foll. (ApcEsdr 4:35 p. 29, 12 Tdf.): πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί J 14:11a. Cp. 4:21; Ac 27:25.
    abs. (in which case the context supplies the obj., etc.; cp. ParJer 7:19 γέγονε δὲ τοῦτο, ἵνα πιστεύσωσιν) ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ• ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, μὴ πιστεύσητε do not believe (him or it [the statement]) Mt 24:23; cp. vs. 26; Mk 13:21; Lk 22:67; J 3:12ab; 10:25f; 12:47 v.l.; 14:29; 16:31; 19:35; 20:8, 25; cp. GJs 19:3. J 20:29ab πιστεύσαντες those who have nevertheless believed (it=the fact of the Resurrection); Ac 4:4; 26:27b; 1 Cor 11:18 πιστεύω I believe (it=that there are divisions among you); 15:11; Js 2:19b even the daemons believe this; Jd 5. Pass. καρδίᾳ πιστεύεται with (or in) the heart men believe (it=that Jesus was raised fr. the dead) Ro 10:10.
    believe = let oneself be influenced κατά τινος against someone Pol 6:1.
    πιστεύομαι I am believed, I enjoy confidence (X., An. 7, 6, 33; Diod S 5, 80, 4 τοῖς μάλιστα πιστευομένοις ἐπηκολουθήσαμεν; 17, 32, 1; 1 Km 27:12; Jos., Ant. 10, 114; PGM 12, 279 πιστευθήσῃ=you will be believed) of Eve παρθένος πιστεύεται people believe that she is a virgin Dg 12:8, or perh. a virgin is entrusted (to someone without fear). S. 3 below.
    to entrust oneself to an entity in complete confidence, believe (in), trust, w. implication of total commitment to the one who is trusted. In our lit. God and Christ are objects of this type of faith that relies on their power and nearness to help, in addition to being convinced that their revelations or disclosures are true. The obj. is
    given
    α. in the dat. (cp. Soph., Philoct. 1374 θεοῖς πιστ.; X., Mem. 1, 1, 5; Ps.-Pla., Epinom. 980c πιστεύσας τοῖς θεοῖς εὔχου; Ptolem. Lagi [300 B.C.]: 138 Fgm. 8 Jac.; Maximus Tyr. 3, 8k τῷ Ἀπόλλωνι; Epict., app. E, 10 p. 488 Sch. θεῷ; Himerius, Or. 8 [=23], 18 πῶς Διονύσῳ πιστεύσω; how can I trust D.?; UPZ 144, 12 [164 B.C.] τ. θεοῖς; Jdth 14:10; Wsd 16:26; 4 Macc 7:21 al. in LXX; Philo, Leg. All. 3, 229 πιστεύειν θεῷ, Rer. Div. Her. 92 μόνῳ θεῷ, Op. M. 45, Sacr. Abel. 70 τῷ σωτήρι θεῷ, Abr. 269, Mos. 1, 225, Virt. 216 [on faith in Philo s. Bousset, Rel.3 446ff; EHatch, Essays in Biblical Gk. 1889, 83ff; ASchlatter, D. Glaube im NT4 1927; EBréhier, Les idées philosophiques et religieuses de Philon d’Alexandrie 1908, 21925; HWindisch, Die Frömmigkeit Philos 1909, 23ff; HWolfson, Philo ’47 I, 143–56, esp. II, 215–18; WPeisker, D. Glaubensbegriff bei Philon, diss. ’36]; Jos., Ant. 2, 117; 333; 3, 309; 20, 48, Bell. 3, 387 [s. ASchlatter, D. Theol. d. Judentums nach d. Bericht des Jos. ’32, 104ff]; Just., A I, 18, 6 al.). Some of the passages referred to in 1b above, end, are repeated, since they may be classified here or there w. equal justification. Of God: π. τῷ θεῷ (Orig., C. Cels. 4, 89, 15) Ac 16:34; 13:12 D; Tit 3:8; PtK 4 p. 16, 2; B 16:7; Hm 12, 6, 2; Hs 5, 1, 5. Cp. m 1:2; AcPl Ha 10, 13f. τῷ κυρίῳ (Sir 11:21; 2:8) Hv 4, 2, 6. οἱ πιστεύσαντες τῷ κυρίῳ διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Hs 9, 13, 5. τῷ θεῷ w. ὅτι foll. m 9:7; cp. Hs 1:7.—Of Christ: Mt 27:42 v.l. (for ἐπʼ αὐτόν); J 6:30 (σοί=vs. 29 εἰς ὸ̔ν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος); J 8:31 (αὐτῷ=vs. 30 εἰς αὐτόν, but see Mlt. 67f; JSwetnam argues for a plpf. sense here: Biblica 61, ’80, 106–9); Ac 5:14; 18:8a (both τῷ κυρίῳ); Ro 10:14b (οὗ οὐκ ἤκουσαν = τούτῳ [about equivalent to εἰς τοῦτον; cp. vs. 14a] οὗ οὐκ ἤκ.); 2 Ti 1:12; ITr 9:2; Hs 8, 3, 2.—Pass. be believed in (X., Cyr. 4, 2, 8; 6, 1, 39; Pla., Lach. 181b; Ps.-Demosth. 58, 44 al.; 1 Km 27:12; Just., D. 7, 3; Tat. 10, 2. S. B-D-F §312, 1; also s. Rob. 815f) ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ 1 Ti 3:16.—π. τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ believe in the name of the Son, i.e. believe in the Son and accept what his name proclaims him to be 1J 3:23.
    β. w. εἰς (cp. Hippol., Elench. 6, 19, 7 W. οἱ εἰς τὸν Σίμωνα καὶ τὴν Ἑλένην πεπιστευκότες; Just., D. 35, 8 al.) God (BGU 874, 11 π. εἰς τὸν θεόν): J 12:44b; 14:1a (cp. ET 21, 1910, 53–57; 68–70; 138f); 1 Pt 1:21 v.l.=Pol 2:1.—Christ: Mt 18:6; Mk 9:42; J 2:11; 3:15 v.l., 16, 18a, 36; 4:39; 6:29, 35, 40, 47 v.l.; 7:5, 31, 38f, 48; 8:30; 9:35f; 10:42; 11:25, 26a, 45, 48; 12:11, 36 (εἰς τὸ φῶς), 37, 42, 44a, 46; 14:1b, 12; 16:9; 17:20; Ac 10:43; 14:23; 18:8 D; 19:4; Ro 10:14a; Gal 2:16; Phil 1:29; 1 Pt 1:8; 1J 5:10a; AcPlCor 2:31; Hs 8, 3, 2.—εἰς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ (or αὐτοῦ, etc.) J 1:12; 2:23; 3:18c; 1J 5:13 (s. ὄνομα 1dβ and s. 2aα above, end). π. εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ITr 2:1. π. εἰς τὸ αἷμα Χριστοῦ ISm 6:1.
    γ. w. ἐπί and dat., of God Ac 11:17 D. Of Christ: Mt 27:42 v.l.; J 3:15 v.l.; Ro 9:33; 10:11; 1 Pt 2:6 (the last three Is 28:16); 1 Ti 1:16.
    δ. w. ἐπί and acc. (Wsd 12:2; Just., D. 46, 1 al.) of God: Ac 16:34 D; Ro 4:5, 24; PtK 3 p. 15, 12. Of Christ: Mt 27:42; J 3:15 v.l.; Ac 9:42; 11:17; 16:31; 22:19.
    ε. π. ἔν τινι believe in someone (Jer 12:6; Da 6:24 Theod.; Ps 77:22) is questionable in our lit.: in J 3:15 the best rdg. is ἐν αὐτῷ and is prob. to be construed w. ἔχῃ (in J πιστεύω usually takes the prep. εἰς when expressing the obj. of belief, as in 3:16); in Eph 1:13 both occurrences of ἐν ᾧ are prob. to be construed w. ἐσφραγίσθητε (=‘in connection with whom you have been sealed’ [cp. 4:30]); the acts of hearing and believing are coordinate, and πιστεύσαντες, along w. ἀκούσαντες, is used abs. (so REB; less clearly NRSV). But s. 1aε above: π. ἐν τῷ εὐαγγελίῳ Mk 1:15; IPhld 8:2.
    not expressed at all (the abs. πιστεύειν in a transcendent sense: Aeschin., In Ctesiph. 1 ἐγὼ πεπιστευκὼς ἥκω πρῶτον τοῖς θεοῖς; Aristot., Rhet. 2, 17, 1391b, 1ff; Plut., Mor. 170f; Porphyr., Ad Marcellam 24 πιστεῦσαι δεῖ, ὅτι [=because] μόνη σωτηρία ἡ πρὸς τὸν θεὸν ἐπιστροφή; Herm. Wr. 9, 10ab ἐπίστευσε καὶ ἐν τῇ καλῇ πίστει ἐπανεπαύσατο; cp. 1, 32 πιστεύω καὶ μαρτυρῶ=PapBerl 9795 [RReitzenstein, Studien z. antiken Synkretismus 1926, p. 161, 2]; Num 20:12; Ps 115:1; Is 7:9; Sir 2:13; 1 Macc 2:59; Philo, Rer. Div. Her. 14; 101, Deus Imm. 4, Mut. Nom. 178; τότε πιστεύσεις θέλων καὶ μὴ θέλων Theoph. Ant. 1, 8 [p. 74, 7]) Mk 15:32; 16:16f; Lk 8:12f; J 1:7, 50; 3:15, 18b; 4:41f, 48, 53; 5:44; 6:36, 47, 64ab, perh. 69 (MEnslin, The Perf. Tense in the Fourth Gosp.: JBL 55, ’36, 121–31, esp. 128); 9:38; 10:26; 11:15, 40; 12:39; 20:31b; Ac 4:4; 8:13, 37a; 11:21; 13:12, 39, 48; 14:1; 15:5, 7; 17:12, 34; 18:8b, 27; 19:2; 21:25; Ro 1:16; 3:22; 4:11; 10:4; 13:11; 15:13; 1 Cor 1:21; 3:5; 15:2; Gal 3:22; Eph 1:13, 19; 1 Th 2:10, 13; Hb 4:3; 1 Pt 2:7; 1 Cl 12:7; 2 Cl 17:3; 20:2; B 9:3; B 11:11; ISm 3:2; Hs 8, 10, 3; 9, 17, 4; 9, 22, 3. τὸ πιστεύειν faith IMg 9:2. ἐν ἀγάπῃ πιστεύειν IPhld 9:2 (ἐν ἀγάπῃ is here used adv.).—Participles in the var. tenses are also used almost subst.: (οἱ) πιστεύοντες (the) believers, (the) Christians (Orig., C. Cels. 1, 13, 34; Did., Gen. 106, 6) Ac 2:44; Ro 3:22; 1 Cor 14:22ab (opp. οἱ ἄπιστοι); 1 Th 1:7; Hs 8, 3, 3. (οἱ) πιστεύσαντες (those) who made their commitment = (those) who became believers, (the) Christians, Ac 2:44 v.l.; 4:32; 2 Th 1:10a; 2 Cl 2:3; Hs 9, 19, 1. οἱ πεπιστευκότες those who became (and remained) believers Ac 19:18; 21:20 (Just., D. 122, 2).—οἱ μέλλοντες πιστεύειν future believers 1 Cl 42:4; Hm 4, 3, 3a. οἱ νῦν πιστεύσαντες those who have just come to believe ibid. 4, 3, 3b.
    A special kind of this faith is the confidence that God or Christ is in a position to help suppliants out of their distress, have confidence (some of the passages already mentioned might just as well be classified here) abs. ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι may it be done to you in accordance with the confidence you have Mt 8:13. ὅσα ἂν αἰτήσητε πιστεύοντες whatever you pray for with confidence 21:22. Cp. Mk 5:36; 9:23f; Lk 8:50; 2 Cor 4:13a (Ps 115:1), b. W. ὅτι foll.: πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; do you have confidence that I am able to do this? Mt 9:28.—Mk 11:23.
    entrust τινί τι someth. to someone (X., Mem. 4, 4, 17; Plut., Mor. 519e; Athen. 8, 341a; Lucian, Dial. Deor. 25, 1; SIG2 845, 7, see for numerous other examples index VI p. 384b. Cp. Wsd 14:5; 1 Macc 8:16; 4 Macc 4:7; TestJob 11:11; Jos., Bell. 4, 492; Hippol., Ref. 9, 12, 6) τὸ ἀληθινὸν τίς ὑμῖν πιστεύσει; Lk 16:11. αὐτῷ τοσούτων πιστευο̣μ̣έ̣ν̣ω̣ν̣ since so many (or so much) were ( was) entrusted to him AcPl Ha 7, 21 (connection uncertain). αὐτόν (so N. and Tdf.; v.l. ἑαυτόν) τινι trust oneself to someone (Brutus, Ep. 25; Plut., Mor. 181d ἀνδρὶ μᾶλλον ἀγαθῷ πιστεύσας ἑαυτὸν ἢ ὀχυρῷ τόπῳ=entrusting himself to a good man rather than to a stronghold; EpArist 270; Jos., Ant. 12, 396) J 2:24 (EStauffer, CDodd Festschr., ’56, 281–99.—Diod S 34 + 35 Fgm. 39a οὐ τοῖς τυχοῦσι φίλοις ἑαυτὸν ἐπίστευσεν=he did not trust himself to casual friends).—Pass. πιστεύομαί τι (B-D-F §159, 4) I am entrusted with someth. (Pla., Ep. 1, 309a; Polyb. 8, 17, 5; 31, 26, 7; Diod S 20, 19, 2; Appian, Bell. Civ. 2, 136 §568 ἃ ἐπιστεύθην; ins; pap [e.g. PLond I, 121, 608 p. 203]; Jos., Bell. 5, 567, Vi. 137; Ath. 24, 3. Cp. Esth 8:12e.—Dssm., LO 320f [LAE 379]). ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ θεοῦ Ro 3:2. πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον Gal 2:7 (PGM 13, 140 ὁ ὑπό σου πάντα πιστευθείς; 446); cp. 1 Th 2:4; 1 Ti 1:11.—Tit 1:3. οἰκονομίαν πεπίστευμαι 1 Cor 9:17; cp. Dg 7:1. S. also 7:2; IMg 6:1; IPhld 9:1ab. πιστεύομαί τι παρά τινος I am entrusted by someone with someth. (Polyb. 3, 69, 1; Jos., Bell. 1, 667): οἱ πιστευθέντες παρὰ θεοῦ ἔργον τοιοῦτο 1 Cl 43:1.
    be confident about, a unique use found in ὸ̔ς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, someth. like the one is confident about eating anything Ro 14:2 (a combination of two ideas: ‘the pers. is so strong in the faith’ and: ‘the pers. is convinced that it is permissible to eat anything’; in brief: not cultically fussy. See Ltzm., Hdb. ad loc.; but also B-D-F §397, 2). Another probability is the sense
    think/consider (possible), in Ro 14:2 perh. holds everything possible; cp. J 9:18 οὐκ ἐπίστευσαν they refused to entertain the possibility, and Ac 9:26. S. 4 above.—For lit. s. πίστις, end. DELG s.v. πείθομαι. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πιστεύω

  • 14 μηχανάομαι

    μηχᾰν-άομαι, [tense] fut. - ήσομαι A. Th. 1043, Pl.Lg. 965e: [tense] aor. ἐμηχανησάμην ib. 904b, etc.: [tense] pf. μεμηχάνημαι (v. infr. B): used by Hom. only in [dialect] Ep. forms,
    A

    μηχανάασθε Od.20.370

    ,

    μηχανόωνται 3.207

    , al., - ωντο 22.432, al. (subj. - άᾱται Hes.Op. 241); opt. -

    όῳτο Od. 16.196

    ; inf. - άασθαι 3.213, 16.93: the [dialect] Ion. form ἐμηχανέοντο is found in codd. of Hdt.8.7 ( ἐμηχανῶντο shd. be read for - έατο in 5.63, and μηχανῴατο for - οίατο in 6.46): ([etym.] μηχανή):—make by art, construct, build,

    τείχεα μηχανόωντο Il.8.177

    ;

    πλοῖα Hdt.1.94

    , cf. Th.4.47; of any work requiring skill or art, μ. λαγόν prepare a hare, Hdt.1.123;

    μ. σκιάς X. Cyr.8.8.17

    : generally, prepare, make ready,

    τάφον καὶ κατασκαφάς τινι A. Th. 1043

    ;

    ψυχῆς κόμιστρα τῇδε Id.Ag. 965

    ;

    ἐσβάσεις E.IT 101

    .
    2 more freq. contrive, devise, by art or cunning, freq. in bad sense, ἀτάσθαλα, κακά, ἀεικέα μηχανόωνται, Od.3.207, 17.499, 22.432;

    θάνατόν τινος Antipho 1.3

    ; but in good sense,

    γέλωτα μ. τοῖς συνοῦσι X. Cyr.2.2.12

    ;

    τισὶ μ. δύναμιν εἰς σωτηρίαν Pl.Prt. 320e

    ; simply, bring about, effect, Hdt.2.21;

    πόσα σε δέοι ἂν μηχανᾶσθαι τοῦ δοκεῖν ἕνεκα X. Cyr.1.6.22

    :—Constr.: μ. τί τινι contrive something against a person, Od.3.207;

    πατρὶ θάνατον Antipho 1.9

    ;

    πᾶν ἐπί τινι Hdt.4.154

    , cf. 6.88, etc.; τι εἴς τινα ib. 121, E.Ph. 1614;

    ἐπί τινα X.Mem.2.3.10

    : abs., form designs or plots,

    πολλοὶ ἐπ' αὐτῷ μηχανόωνται Od.4.822

    ; μ. τι ἐπί τινι for a purpose, Hdt.1.60;

    πρός τι X.Cyr.8.2.26

    ;

    ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μ. E.Hipp. 331

    : in Prose freq. folld. by ὅπως, how or in order that,

    μ. ὅπως τι ἔσται Hdt.2.121

    .γ, Pl.Ap. 39a, etc.; πᾶσαν μηχανὴν μ. ὅπως .. Id.R. 460c: c. acc. et inf., contrive that a thing may be, ib. 519e.
    II [voice] Med., procure for oneself, S.Ph. 295, X.Cyr.3.2.15.
    B [voice] Act. μηχανάω used by Hom. only in [dialect] Ep. part., ἀτάσθαλα μηχανόωντας contriving dire effects, Od.18.143, cf. A.R.3.583; inf.

    μηχανᾶν S.Aj. 1037

    : [tense] pf. μεμηχάνημαι in pass. sense, Hdt.1.98, 2.95, S. Tr. 586, X.Cyr.8.3.1, Isoc.3.6;

    λόγοι πρὸς τὸ φενακίζειν ὑμᾶς μεμηχανημένοι D.22.35

    (but also in act. sense, Pl.Grg. 459d, Lg. 904b, X. Hier.11.4, Is.11.36, etc.): [tense] plpf. in pass. sense impers.,

    οὕτως ἐμεμηχάνητο αὐτοῖς Antipho 5.55

    : [tense] aor. ἐμηχανήθην in pass, sense, Epicur. Nat.2.2, D.H.12.14, J.AJ18.2.4.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανάομαι

  • 15 φέρω

    φέρω ([dialect] Locr. [full] φάρω [ᾰ], IG9(1).334.5 (Oeanthea, v. B.C.)), only [tense] pres. and [tense] impf. (late 1 [tense] aor. [ per.] 3pl.
    A

    ἤφεραν IG3.1379

    ), Il.21.458, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 2pl. imper.

    φέρτε Il.9.171

    ; [ per.] 2sg. subj.

    φέρῃσθα Call.Dian. 144

    ; [ per.] 3sg. subj.

    φέρῃσι Il.18.308

    , Od.5.164, al.; [dialect] Ep. inf.

    φερέμεν Il.9.411

    , al.: [tense] impf. ἔφερον, [dialect] Ep.

    φέρον 3.245

    ; also φέρεσκε, φέρεσκον ([ per.] 3pl.), Od.9.429, 10.108.
    II [tense] fut.

    οἴσω Il.7.82

    , etc.; [dialect] Dor.

    οἰσῶ Theoc.3.11

    ; [ per.] 1pl.

    οἰσεῦμες Id.15.133

    ; [ per.] 3pl. ηοίσοντι Tab.Heracl.1.150: the foll. act. forms are not [tense] fut. in sense, imper.

    οἶσε Od.22.106

    , 481, Ar.Ach. 1099, 1101, 1122, Ra. 482;

    οἰσέτω Il.19.173

    , Od.8.255; [ per.] 3pl.

    οἰσόντων Antim.15

    ; inf.

    οἴσειν Pi.P.4.102

    , [dialect] Ep.

    οἰσέμεν Od.3.429

    ,

    οἰσέμεναι Il.3.120

    , Od.8.399, etc.: [tense] aor. 1 inf.

    οἶσαι Ph.1.611

    codd. ( ἀν-οῖσαι is prob. in Hdt.1.157):—[voice] Med., [tense] fut.

    οἴσομαι Il.22.217

    , S.El. 969, etc. (in pass. sense, E.Or. 440, X.Oec.18.6; so [dialect] Dor.

    οἰσεῖται Archim.Fluit.1.7

    , al.): [tense] fut. [voice] Pass.

    οἰσθήσομαι D.44.45

    , Arist. Ph. 205a13, Archim.Fluit.1.3, al., ([etym.] ἐξ-) E.Supp. 561:—[voice] Pass., [tense] pf.

    προοῖσται Luc.Par.2

    ; cf. οἰστέον, οἰστός ([etym.] ἀν-οιστός).
    III from ἐνεγκ- (not found in Hom. or Hdt., exc. as v.l. in Il.19.194, but in Pi.O.13.66, I.8(7).21, ([etym.] προς-) Id.P.9.36, also B.16.62, and normal in [dialect] Att. and Trag., also in codd.Hp., Epid.1.1.2, al.) come [tense] aor. 1 ἤνεγκα, and [tense] aor. 2 ἤνεγκον:—Indic., [ per.] 1sg.

    ἤνεγκον S.OC 521

    (lyr.), 964, Ar.Ra. 1299, Th. 742, Lys. 944, ([etym.] δι-) Isoc.18.59, but

    ἤνεγκα S.El. 13

    , E. Ion38, Aeschin.2.4, and in compos. with Preps.; [ per.] 2sg. always

    ἤνεγκας Ar.Av. 540

    (lyr.), ([etym.] ἐξ-) S.Tr. 741 (in Ar.Th. 742, δέκα μῆνας αὔτ' ἐγὼ ἤνεγκον is answd. by ἤνεγκας σύ;); [ per.] 3sg. ἤνεγκε, common to both forms; dual

    δι-ηνεγκάτην Pl.Lg. 723b

    ; pl. always ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν ([ per.] 3pl.

    ἀπ-ήνενκαν IG22.1620.37

    , al., once ἀπ-ήνεγκον ib. 1414.2; δι-ηνέγκομεν is f.l. in X.Oec.9.8): imper., [ per.] 2sg.

    ἔνεγκε E. Heracl. 699

    , Ar.Eq. 110, X.Mem.3.6.9 ( ἔνεγκον cj. Pors. in Anaxipp. 8); [ per.] 3sg.

    ἐνεγκάτω Ar. Pax 1149

    (troch.), Th. 238, Pl.Phd. 116d, ([etym.] προς-) X.Smp.5.2; but

    ἐξ-ενεγκέτω IG12.63.33

    , 76.61; [dialect] Dor. [ per.] 3pl. ἐνεγκόντω ib.5 (1).26.16 (Amyclae, ii/i B. C.); [ per.] 2pl.

    ἐξ-ενέγκατε Ar.Ra. 847

    : subj. ἐνέγκω common to both forms: opt., [ per.] 1sg.

    ἐνέγκαιμι E.Hipp. 393

    , Pl.Cri. 43c: [ per.] 3sg. ἐνέγκαι (cod.A, but - κοι cod.Laur.) S.Tr. 774, but

    ἐνέγκοι Id.Fr.84

    (anap.), Pl.R. 330a, ([etym.] ξυν-) Th.6.20, etc.; [ per.] 2pl. ἐνέγκαιτε ( ἐνέγκατε codd.) E.Heracl. 751 (lyr.): inf.

    ἐνεγκεῖν A.Supp. 766

    , S.OC 1599, IG22.40.18, etc., ([etym.] προς-) Pi.P.9.36, Hp.VM15; Hellenistic

    ἐνέγκαι Arist.Oec. 1349a27

    ([etym.] εἰς-), PAmh.2.30.35 (ii B. C.), Ev.Marc. 2.4 ([etym.] προς-), etc., found also in codd.Hp., Aff.3 ([etym.] προς-), Nat.Mul.19 ([etym.] δι-): part.

    ἐνεγκών Pi.I.8(7).21

    , S.El. 692, Th.6.56, etc.,

    ἐνέγκας IG22.1361.21

    ([etym.] εἰς-), 333.4, D.49.51 (and later, Demetr.Com.Nov.1.10 ([etym.] εἰς-), Arist.Oec. 1351a14, etc.; in X. we find

    ἐξ-ενεγκόντες Mem.1.2.53

    , and δι-ενεγκοῦσα, συν-ενεγκόντες, vv. ll. in ib.2.2.5, An.6.5.6):— [voice] Med., only ἠνεγκάμην, Ar.Ec.76 ([etym.] ἐξ-), etc. (exc. imper.

    ἐνεγκοῦ S.OC 470

    ); [ per.] 2sg.

    ἠνέγκω E.Supp. 583

    , X.Oec.7.13; [ per.] 3sg.

    ἠνέγκατο S.Tr. 462

    , Pl.R. 406b, etc.; [ per.] 1pl.

    ἠνεγκάμεθα Id. Ion 530b

    , ([etym.] προ-) Phlb. 57a; inf.

    εἰς-ενέγκασθαι Isoc.15.188

    : part.

    ἐνεγκάμενος Aeschin.1.131

    , ([etym.] ἀπ-) X.Ages.6.2.
    IV from ἐνεικ- comes [tense] aor. 1 ἤνεικα, found mostly in [dialect] Ion. (but not in codd. Hp.), [dialect] Ep. and Lyr., also at Cos (v. infr.) and implied elsewh. in pass. forms (v. infr. v):—the endings are those of [tense] aor. 1, exc. in imper.

    ἔνεικε Od.21.178

    , inf. ἐνεικέμεν (v.l. ἐνεγκέμεν) Il.19.194, ἐνείκην (v. infr.), and part. μετ-ενεικών, ἐξενικοῦσι (v. infr.), cf. συνενείκομαι:—[ per.] 1sg.

    ἀν-ένεικα Od.11.625

    ; [ per.] 2sg.

    ἀπ-ένεικας Il.14.255

    ; [ per.] 3sg.

    ἤνεικε Od.18.300

    , al., Hdt.2.146, [dialect] Ep.

    ἔνεικε Il.15.705

    , al.; [ per.] 1pl.

    ἐνείκαμεν Od.24.43

    ; [ per.] 3pl.

    ἤνεικαν Hdt.3.30

    , [dialect] Ep.

    ἔνεικαν Il.9.306

    ; imper. [ per.] 2sg.

    ἔνεικον Anacr.62.3

    ; [ per.] 2pl.,

    ἐνείκατε Od. 8.393

    ; [ per.] 3pl.

    ἐνεικάντων Schwyzer 688

    B 3 (Chios, v B. C.); inf.

    ἐνεῖκαι Il.18.334

    , Pi.P.9.53, Hdt.1.32; ἐνεικέμεν (v. supr.); [dialect] Aeol.

    ἐνείκην Alc.Oxy.1788

    Fr.15ii 20; part.

    ἐνείκας Il.17.39

    , ([etym.] ἀν-) Hdt.2.23;

    μετ-ενεικών Abh.Berl.Akad.1928(6).22

    (Cos, iii B. C.):—[voice] Med., [ per.] 3sg.

    ἀν-ενείκατο Il.19.314

    ; [ per.] 3pl.

    ἠνείκαντο 9.127

    , Hdt.1.57, ([etym.] ἐς-) 7.152; part.

    ἐνεικάμενος Alc.35.4

    .
    2 [tense] aor. 1 ἤνῐκα is found in the foll. dialect forms: [ per.] 3sg.

    ἤνικε IG42(1).121.110

    (Epid., iv B. C.);

    ἤνικεν SIG239

    Bi11 (Delph., iv B. C.);

    ἀν-ήνικε IG4.757A12

    , al. (Troezen, ii B. C.); ἀπ-ήνικε ib.42(1).103.16, al. (Epid., iv B. C.); but ἤνῑκε is prob. written for ἤνεικε in IG4.801.3 (Troezen, vi B. C.); [ per.] 1pl. ἀν-ηνίκαμες [ῐ] GDI 3591b21 ([place name] Calymna); [ per.] 3pl.

    ἤνικαν SIG239

    Bi 17 (Delph., iv B. C.), IG 12(2).15.15 (Mytil., iii B. C.); [ per.] 3sg. subj.

    ἐνίκει Berl.Sitzb.1927.161

    ([place name] Cyrene); ἐς-ενίκη, and inf. ἐς-ένικαι, IG12(2).645b43,39 (Nesus, iv B. C.); part. (dat. pl.)

    ἐξ-ενικοῦσι IG4.823.49

    (Troezen, iv B. C.); so in later Gr.,

    εἰς-ήνικα Supp.Epigr.7.381

    ,382 (Dura-Europos, iii A. D.); ἤνιγκα ib.383 (ibid., iii A. D.):—[voice] Med., part.

    ἐξ-ε[νικ]άμενος IG12

    (2).526a5 (Eresus, iv B. C.).
    b [dialect] Boeot. [tense] aor. 1 in [ per.] 3pl.

    εἴνιξαν IG7.2418.24

    (Thebes, iv B. C.); [ per.] 1sg. ἤνειγξα Hdn.Gr.2.374.
    V other tenses: [tense] pf.

    ἐνήνοχα D.21.108

    , 22.62, ([etym.] ἐξ-) Luc.Pr.Im.15,17, ([etym.] μετ-) Pl.Criti. 113a, ([etym.] συν-) v. l. in X.Mem.3.5.22:—[voice] Pass., [tense] fut.

    ἐνεχθήσομαι Arist.Ph. 205b12

    , Archim.Fluit.2.2, al., ([etym.] ἐπ-) Th.7.56, ([etym.] κατ-) Isoc.13.19: [tense] aor.

    ἠνέχθην X.An.4.7.12

    and freq. in compds.; [dialect] Ion.

    ἀπ-ηνείχθην Hdt.1.66

    , etc.; ([etym.] περι-) ib.84; [ per.] 3pl. written ἠνείχτθησαν in Schwyzer 707B9 (Ephesus, vi B. C.); [dialect] Dor. part.

    ἐξ-ενειχθείς IG42(1).121.115

    (Epid., iv B. C.); Hellenistic

    ἐνεγχθείς PCair.Zen.327.42

    (iii B. C.), ([etym.] συμπερι-) IPE12.32A31,78, B70 (Olbia, iii B. C.); in dialects, [ per.] 3sg. indic.

    ἀπ-ηνίχθη IG42(1).103.111

    (Epid., iv B. C.); [ per.] 3sg. subj. ἐξενιχθῇ ib.12(5).593 A23 (Ceos, v B. C.), Abh.Berl.Akad.1928(6).21 (Cos, iii B. C.); [dialect] Boeot.

    ἐν-ενιχθεῖ IG7.3172.150

    (Thespiae, iii B. C.); part. (neut.)

    ἐπ-ενιχθέν Abh.Berl.Akad.1928(6).53

    (Telos, iv B. C., ined.); [dialect] Att. [tense] pf.

    ἐνήνεγμαι, ἐνήνεκται Pl.R. 584d

    ,

    εἰς-ενήνεκται E. Ion 1340

    ;

    ἀν-ενήνεγκται IG12.91.4

    ; ἐπαν-ενήνειγκται ib.22.1607a7; [dialect] Ion.

    ἐξ-ενηνειγμένος Hdt.8.37

    ; [dialect] Att. [tense] plpf.

    προς-ενήνεκτο X.HG4.3.20

    ; part.

    κατ-, μετ-ενηνεγμένος Plb.10.30.2

    , Str.13.1.12. (With φέρω cf. Lat.fero, OE. beran, Skt. bhárati 'bear'; οἴσω is of uncertain origin; ἐνεγκ- is prob. redupl. ἐγκ- ( ἐνεκ- in [voice] Pass. forms and in δουρηνεκής, etc.), cogn. with Skt. náśati 'attain,' Lat. nanciscor, Lith. nèšti 'carry, bear'; ἐνεικ- ([etym.] ἐνῐκ-) is of uncertain origin; the glosses ἐνέεικαν· ἤνεγκαν, and ἐνεείκω· ἐνέγκω (Hsch.) are not corroborated.)
    A [voice] Act.,
    I bear or carry a load,

    ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν Il.18.568

    ;

    μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303

    ;

    ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ' εὐήνορα οἶνον Od.4.622

    ;

    χοάς A.Ch.15

    ;

    φ. ἐπ' ὤμοις S.Tr. 564

    ;

    χερσὶν φ. Id.Ant. 429

    ;

    φ. ὅπλα βραχίονι E.Hec.14

    ; bear (as a device) on one's shield, A.Th. 559, etc.; γαστέρι κοῦρον φ., of a pregnant woman, Il.6.59; φ. ὑπὸ ζώνην or ζώνης ὕπο, A.Ch. 1000(992), E.Hec. 762: in Trag. stronger than ἔχω, ἁγνὰς αἵματος χεῖρας φ. to have hands clean from blood, E.Hipp. 316 (v.l. φορεῖς)

    ; ἀλαὸν ὄμμα φέρων Id.Ph. 1531

    (lyr.);

    γλῶσσαν εὔφημον φ. A.Ch. 581

    , cf. Supp. 994;

    καλὸν φ. στόμα S.Fr. 930

    codd. (nisi leg. φορῇ) ; ἄψοφον

    βάσιν φ. Id.Tr. 967

    (lyr.).
    II bear, convey, with collat. notion of motion, freq. in Hom.,

    πῇ δὴ.. τόξα φέρεις; Od.21.362

    ; πρόσω φ. ib. 369;

    εἴσω φέρω σ' ἐντεῦθεν Ar.V. 1444

    , cf. Pl.Lg. 914b;

    πόδες φέρον Il.6.514

    ;

    πέδιλα τά μιν φέρον 24.341

    , etc.; of horses, 2.838;

    ἵππω.. ἅρμα οἴσετον 5.232

    , etc.; of ships, Od.16.323, cf. Il.9.306;

    τὰ σώματα τῶν ζῴων συνέστηκεν ἐκ τοῦ φέροντος καὶ τοῦ φερομένου Diocl. Fr.17

    .
    b of persons, bring to bear, μένος or μένος χειρῶν ἰθύς τινος φέρειν hurl one's strength right upon or against him, Il.16.602, 5.506; φ. τὴν ὀργήν, τὴν αἰτίαν ἐπί τινα, Plb.21.31.8, 33.11.2.
    c lead, direct,

    τὴν πόλιν Plu.Luc.6

    .
    2 of wind, bear along, [

    πνοιὴ Ζεφύρου] φ. νῆάς τε καὶ αὐτούς Od.10.26

    ; [

    σχεδίην] ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα 5.330

    , cf. 4.516, Il.19.378, etc.;

    ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Od.3.300

    , 7.277, cf. 5.111, etc.: abs., ὁ βορέας ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει is fair for Greece, X.An.5.77: metaph.,

    ὅπῃ ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φ. Pl.R. 394d

    ;

    φ. τινὰ φρένες δύσαρκτοι A.Ch. 1023

    , cf. Th. 687 (lyr.):—[voice] Pass., v. infr. B.
    III endure, suffer,

    λυγρά Od.18.135

    ;

    ἄτην Hdt.1.32

    ; χαλινόν, ζυγόν, A.Ag. 1066, 1226; πημονάς, τύχας, Id.Pers. 293, E.Or. 1024;

    ξυμφοράς Th.2.60

    ;

    τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας Antipho 3.2.10

    ; also of food,

    ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φ. X.Cyr.8.2.21

    ; of strong wine, bear, admit, καὶ τὰ τρία φέρων καλῶς, i.e. three parts of water, instead of ἴσον ἴσῳ, Ar.Eq. 1188, cf. Ach. 354; so τὰς ἐπιδείξεις.. φέρουσιν αὐτοῦ (sc. Ἰσοκράτους)

    οἱ λόγοι, τοὺς δὲ ἐν ἐκκλησίαις.. ἀγῶνας οὐχ ὑπομένουσι D.H.Isoc.2

    : metaph.,

    ᾗ φέρειν πέφυκε Pl.Ti. 48a

    .
    2 freq. with modal words,

    πήματα κόσμῳ φ. Pi.P.3.82

    ;

    σιγῇ κακά E.Hec. 738

    ;

    ὀργῇ τὸν πόλεμον Th.1.31

    ;

    θυμῷ φ. Id.5.80

    ;

    χαρᾷ φ. τι J.AJ19.1.13

    : esp. with an Adv., [

    ὕβριν] ῥηϊδίως φ. Hes.Op. 215

    ; δεινῶς, βαρέως, πικρῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, bear a thing impatiently, take it ill or amiss, Hdt.2.121.γ, 5.19, E. Ion 610, Pl.R. 330a, etc.; δυσπετῶς, βαρυστόνως φ., A.Pr. 752, Eu. 794; προθύμως φέρειν τὸν πόλεμον to be zealous about the war, Hdt.9.18,40;

    προθύμως τὰ τοῦ πολέμου ἔφερον Th.8.36

    ;

    αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα A.Pr. 104

    ;

    συμφορὴν ὡς κουφότατα φ. Hdt.1.35

    ;

    ῥᾳδίως φ. Pl.Grg. 522d

    , al.;

    εὐπετῶς φ. S.Fr. 585

    , X.Mem.2.1.6; εὐπόρως ( εὐφόρως Brunck)

    ἐνεγκεῖν S.Ph. 873

    ; εὐμενῶς, εὐχερῶς φ., D.Ep. 3.45, Pl.R. 474e; these phrases are used mostly c. acc. rei; also c. part.,

    βαρέως ἤνεικε ἰδών Hdt.3.155

    , cf. Ar.Th. 385, etc.;

    φ. ἐλαφρῶς.. λαβόντα ζυγόν Pi.P.2.93

    ;

    ῥᾳδίως φέρεις ἡμᾶς ἀπολείπων Pl. Phd. 63a

    : c. gen.,

    τοῦ ἐνδεοῦς χαλεπώτερον φ. Th.1.77

    , cf. 2.62;

    ἐπί τινι, χαλεπῶς φ. ἐπὶ τῇ πολιορκίᾳ X.HG7.4.21

    , cf. Isoc.12.232;

    πράως ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις φ. D.58.55

    : c. dat. only, βαρέως φέρειν τοῖς παροῦσι, τῇ ἀτιμίᾳ, X.An.1.3.3, HG3.4.9, cf. 5.1.29; later, χαλεπῶς φ. διά τι, πρός τι, D.S.17.111, Jul.Or.1.17c codd.
    IV bring, fetch,

    εἰ.. θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι Od.21.196

    ;

    φ. ἄποινα Il.24.502

    ;

    ἄρνε 3

    , 120, cf. Sapph.95; ὕδωρ, οἶνον, Anacr.62.1;

    ἔντεα Il.18.191

    ;

    τόξα Od.21.359

    ;

    κνημῖδας A.Th. 675

    ;

    δᾷδα Ar.Nu. 1490

    , etc.;

    γῆν τε καὶ ὕδωρ Hdt.7.131

    :—[voice] Med., carry or bring with one, or for one's own use,

    ποδάνιπτρα Od.19.504

    ;

    οἶνον Alc.35

    , cf. Hdt.4.67, 7.50, X. Mem.3.14.1;

    φερνὰς δόμοις E.Andr. 1282

    ; fetch, Od.2.410;

    χοὰς ἐκ κρήνης S.OC 470

    .
    2 bring, offer, present,

    δῶρα Od.8.428

    , etc.;

    μέλος Pi.P.2.3

    ;

    χοάς τινι A.Ch. 487

    ;

    φ. πέπλον δώρημά τινι S.Tr. 602

    ;

    πρός τινα δῶρα X.An.7.3.31

    ; χάριν τινὶ φ. grant any one a favour, do him a kindness, Il.5.211, Od.5.307, al.;

    ἐπὶ ἦρα φ. τινί Il.1.572

    , Od.3.164, etc.; φ. τισὶ εὐνοίας, ὄνησιν ἀστοῖς, A.Supp. 489, S.OC 287; but after Hom., χάριν τινὶ φ. show gratitude to him, Pi.O.10(11).17; μῆνιν φ. τινί cherish wrath against.. A.Niob. in PSI11.1208.12.
    b = ἄγω iv. 1,

    ἄχρι νῦν καθ' ὥραν ἔτους λέγονται πένθος ἐπὶ Μελεάγρῳ φέρειν Ant.Lib.2.7

    ; Ἰάλεμος· ὁ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνίαν φέρων, Suid.:—[voice] Med.,

    τοῦ γονέως ἐφ' ᾧ γε τὸ πένθος φέρεσθε Phalar.Ep.103.1

    .
    3 bring, produce, cause, [

    ἀστὴρ] φέρει πυρετὸν βροτοῖσιν Il.22.31

    ;

    ὄσσαν.. ἥ τε φ. κλέος ἀνθρώποισι Od.1.283

    , cf. 3.204; φ. κακόν, πῆμα, ἄλγεα, etc., work one woe, Il.8.541, Od.12.231, 427, etc.; δηϊοτῆτα φ. bring war, 6.203;

    ἐπ' ἀλλήλοισι φ. Ἄρηα Il.3.132

    , cf. 8.516;

    πόλεμον Hes.Sc. 150

    ;

    θάνατον φ. B.5.134

    ;

    τοῦτο εὐδοξίαν σοι οἴσει Pl.Ep. 312c

    ;

    τὸ σωθῆναι τὸ ψεῦδος φέρει S.Ph. 109

    ;

    τέχναι.. φόβον φέρουσιν μαθεῖν A.Ag. 1135

    (lyr.); ὥσπερ τὸ δίκαιον ἔφερε as justice brought with it, brought about, i.e. as was just, no more than just, Hdt.5.58;

    ἀν' ὄ κα φέρῃ ὁ λόγος ὁ ταμία Φιλοκλέος IG42(1).77.13

    (Epid., ii B. C.); of a calculation, yield a result, Vett.Val.349.27; produce, adduce, bring forward,

    παραδείγματα Isoc.7.6

    , etc.;

    πάσας αἰτίας D.58.22

    ;

    ἁρμόττουσαν εἰκόνα Id.61.10

    :—[voice] Pass.,

    εἰς τὴν συνηγορίαν.. τοιαῦτά τινα φέρεται Sor.2.3

    .
    b bring or carry with one, involve,

    τὸ πᾶν ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσιν αἱ νέες Hdt.8.62

    ; οὐ ξύλων ἀγὼν ὁ τὸ πᾶν φέρων ἐστὶ ἡμῖν, ἀλλ' ἀνδρῶν ib. 100.
    4 μῦθον φ. τινί bring one word, Il.10.288, 15.202; ἀγγελίην φ. bring a message, ib. 175, Od.1.408;

    λόγον Pi.P.8.38

    ;

    ἐπιστολὰς φ. τινί S.Aj. 781

    , cf. Tr. 493;

    ἐπιστολήν X.Ages.8.3

    : hence, tell, announce, πευθώ, φάτιν, A.Th. 370, Ag.9;

    σαφές τι πρᾶγος Id.Pers. 248

    (troch.), cf. Ag. 639, etc.; report, ἀγήν (breakages) PCair.Zen. 15r27 (iii B. C.); φ. κεχωνευκώς reports that he has.., ib.741.26, cf. 147.4, 268.24 (all iii B. C.); enter, book a payment made, PBaden47.12:—[voice] Med.,

    λόγους φ. E.Supp. 583

    ; but also ἀγγελίας ἔπος οἴσῃ thou shalt have it brought thee, receive, Id.Ph. 1546 (lyr.);

    μαντήϊα.. φέρονται Hes.Fr.134.9

    :—[voice] Pass., θάνατον ἀνάγκη φέρεσθαι τοῦ διαθεμένου the death of the testator must be announced, Ep.Heb.9.16.
    5 pay something due or owing, φόρον τέσσαρα τάλαντα φ. pay as a tax or tribute, Th.4.57, cf. IG12.57.9, Pl.Plt. 298a, PCair.Zen.467.7 (iii B. C.);

    δασμόν X.An.5.5.10

    ; σύνοδον φ. subscribe to the expense of a meeting, IG22.1012.14, 1326.6;

    χρήματα πᾶσι τάξαντες φ. Th.1.19

    ;

    μισθὸν φ. X.Cyr.1.6.12

    (but usu., receive, draw, pay,

    μισθὸν δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας Ar.Ach.66

    ;

    τέτταρας τῆς ἡμέρας ὀβολοὺς φέρων Men.357

    ;

    αἱ νῆες μισθὸν ἔφερον Th. 3.17

    , cf. X.An.1.3.21, Oec.1.6);

    φ. ἐννέα ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους Lys.Fr.1.2

    , cf. Lycurg.23; also of property, bring in, yield as rent,

    φ. μίσθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ Is.5.35

    .
    6 apply, refer,

    τι ἐπί τι Pl. Ti. 37e

    , Chrm. 163d, R. 478b, cf. Plb.3.36.7, al.; φ. τὰ πράγματα ἐπί τινα confer powers upon, Id.2.50.6.
    7 ψῆφον φ. give one's vote, A.Eu. 674, 680, And.1.2, Is.11.18; ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται ([voice] Pass.) E.Or. 440;

    περὶ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται D.44.45

    ;

    ὑπὲρ ἀγῶνος Lycurg.7

    , cf. 11: hence φ. τινά appoint or nominate to an office,

    φ. χορηγόν D.20.130

    , 39.7, cf. Pl.Lg. 753d, Arist.Pol. 1266a10:—[voice] Pass., ibid.;

    ὅπως φέρηται ἐν τῷ στρατιωτικῷ UPZ15.10

    (ii B. C.);

    τῶν φερομένων ἐν Κλεοπάτρᾳ κληρούχων PRein.10.13

    , al. (ii B. C.); φερομένου μου ἐν τῇ συνοχῇ since I am enrolled in prison, i.e. am in prison, BGU1821.21 (i B. C.):—[voice] Med., choose, adopt,

    ταύταν φ. βιοτάν E.Andr. 785

    (lyr.).
    V bring forth, produce, whether of the earth or of trees,

    φ. ἄρουρα φάρμακα Od.4.229

    ;

    ἄμπελοι φ. οἶνον 9.110

    ; [νῆσος] φ. ὥρια πάντα ib. 131, cf. Hes.Op. 117; [

    οὐ] γῆ καρπὸν ἔφερε Hdt.6.139

    ;

    γύαι φ. βίοτον A.Fr.196.5

    , cf. Pi.N.11.41, E.Hec. 593, etc.: abs., bear fruit, be fruitful,

    εὖτ' ἂν τάδε πάντα φέρῃσι h.Merc.91

    ; ἡ γῆ ἔφερε ( καρπόν add. codd. quidam) Hdt.5.82;

    αἱ ἄμπελοι φέρουσιν X.Oec.20.4

    ; also of living beings,

    τόπος ἄνδρας φ. Pl.Ti. 24c

    ;

    ἤνεγκεν αὐτὸν Λαοδίκεια Philostr. VS1.25.1

    ;

    ἡ ἐνεγκοῦσα

    one's country,

    Hld.2.29

    , Lib.Or. 2.66, al., Chor.p.81 B., Lyd.Mag.3.26, dub. in Supp.Epigr.4.439 (Milet.) without Art. (also

    ἡ ἐνεγκαμένη Jul.Ep. 202

    ); or Mother Earth, M.Ant.4.48: generally, create, form,

    Πηνειὸς Τέμπη φ. Philostr.Im.1.25

    ; [

    τὰ βρέφη] ἄρχεται φέρειν τοὺς ὀδόντας Aët.4.9

    ;

    φ. τοὺς κυνόδοντας Gp.16.1.14

    .
    VI carry off or away,

    Κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι Il.2.302

    ;

    φ. τινὰ ἐκ πόνου 14.429

    , 17.718, etc.; of winds, [ἔπος] φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι may the winds sweep away the word, Od.8.409; of a river, Hdt.1.189:—[voice] Med., carry off with one, Od.15.19.
    2 carry away as booty or prize, ἔναρα, τεύχεα, Il.6.480, 17.70;

    αἶγα λέοντε φ. 13.199

    ; δεῖπνον φ., of Harpies, A.Eu.51;

    ἐνέχυρα βίᾳ φ. Antipho 6.11

    ; in the phrase φέρειν καὶ ἄγειν (cf.

    ἄγω 1.3

    ), IG12.69.19; φέροντα ἢ ἄγοντα Lex ap.D.23.60;

    αἴ κα.. ἄγῃ ἢ φέρῃ Leg.Gort.5.37

    ;

    ἥρπαζον καὶ ἔφερον Lys.20.17

    ;

    κείρων ἢ φέρων IG12(9).90.10

    (Tamynae, iv B. C.);

    αἴ τίς κα.. φέρει τι τῶν ἐν τᾷ ἱαρᾷ γᾷ Tab.Heracl.1.128

    ; of a divorced wife,

    αἰ δέ τι ἄλλο φέροι τῶ ἀνδρός, πέντε στατῆρανς καταστασεῖ κὤτι κα φέρῃ αὐτόν Leg.Gort.3.2

    ; φέρειν alone, rob, plunder,

    θεῶν ἱερά E.Hec. 804

    ;

    ἀλλήλους Th.1.7

    ; abs., SIG38.23 (Teos, v B. C.):—[voice] Pass.,

    φερόμενοι Βακχῶν ὕπο E.Ba. 759

    :—[voice] Med. in same sense,

    ἔναρα Il.22.245

    ;

    πελέκεας οἶκόνδε φ. 23.856

    ;

    ἀτερπέα δαῖτα Od.10.124

    , cf. 15.378.
    3 carry off, gain, esp. by toil or trouble, win, achieve, both [voice] Act. and [voice] Med.,

    ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος ἦ κε φεροίμην Il.18.308

    ;

    φέρειν τρίποδα Hes.Op. 657

    ;

    τἀπινίκια S.El. 692

    ;

    τιμήν Ar. Av. 1278

    ; τἀριστεῖα, τὰ νικητήρια, Pl.R. 468c, Lg. 657e;

    πέρα.. οὐδὲν φ. S.OC 651

    ;

    ἐκ σοῦ πάντ' ἄνευ φόβου φ. Id.OT 590

    ; τίς.. πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει ἤ .. ; ib. 1190 (lyr.), cf. El. 1088 (lyr.); in bad sense,

    μείζω τὴν αἰσχύνην φ. Pl.Lg. 671e

    : also, receive one's due,

    φ. χάριν S.OT 764

    ;

    ὡς τοῦτό γ' ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα Id.Ph. 117

    ; μισθὸν φέρειν (v. supr. iv.5); of a priest's perquisites,

    φέρει ὁ ἱαρεὺς γέρη σκέλη κτλ. BMus.Inscr.968

    A 9 ([place name] Cos), cf. IG12.24.10, al., SIG56.35 (Argos, v B. C.):—[voice] Med. (v. ad init.), win for oneself,

    κῦδος οἴσεσθαι Il.22.217

    ; δέπας, τεύχεα, carry off as a prize, 23.663, 809, al.; ἀέθλια or ἄεθλον φ. carry off, win a prize, 9.127, 23.413; τὰ πρῶτα φέρεσθαι (sc. ἄεθλα) 23.275, 538;

    οὐ σμικρὸν ἆθλον τῆς ἐρωτικῆς μανίας φέρονται Pl.Phdr. 256d

    ; of perquisites, τὸ.. σκέλος τοὶ ἱαρομνάμονες φερόσθω (i. e. φερούσθω from Φερόνσθω) IG42(1).40.13 (Epid., v/iv B. C.): hence

    οὐ τὰ δεύτερα Hdt.8.104

    ; πλέον φέρεσθαι get more or a larger share for onself, gain the advantage over any one, τινος Hdt.7.211, cf. S.OT 500 (lyr.), E.Hec. 308; ταῦτα ἐπὶ σμικρόν τι ἐφέροντο τοῦ πολέμου this they received as a small help towards the war, Hdt.4.129;

    ἠνείκατο παρὰ Ἐγεσταίων τὰ οὐδεὶς ἄλλος 5.47

    ;

    ἴδια κέρδεα προσδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσθαι 6.100

    ;

    χάριν φέρεσθαι παρ' ὑμῶν And.2.9

    ;

    φ. τὴν ἀπέχθειαν αὐτῶν Antipho 3.4.2

    ;

    ὀνείδη Pl.Lg. 762a

    ;

    εὐσέβειαν ἐκ πατρὸς οἴσῃ S.El. 969

    ;

    δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων A.Pr. 638

    ;

    ἀπό τινος βοσκάν Id.Eu. 266

    (lyr.);

    ἐξ ἀνανδρίας τοὔνομα Aeschin.1.131

    : generally, get for one's own use and profit, take and carry away, esp. to one's own home,

    τοῦ.. πάμπρωτα παρ' ἀγλαὰ δῶρα φέροιο Il.4.97

    : hence φέρειν or φέρεσθαι is often used pleon., v. infr. xi.
    VII abs., of roads or ways, lead to a place,

    ὁδὸν φέρουσαν ἐς ἱρόν Hdt.2.122

    , cf. 138; τὴν φέρουσαν ἄνω (sc. ὁδόν) Id.9.69;

    τῆς μὲν ἐς ἀριστερὴν ἐπὶ Καρίης φ., τῆς δὲ ἐς δεξιὴν ἐς Σάρδις Id.7.31

    ;

    ἐπὶ Σοῦσα X.An.3.5.15

    ;

    ἁπλῆ οἶμος εἰς Ἅιδου φέρει A.Fr. 239

    ;

    ἡ ἐς Θήβας φέρουσα ὁδός Th.3.24

    (but ἡ ἐπ' Ἀθηνῶν φέρουσα ibid.); also ἡ θύρα ἡ εἰς τὸν κῆπον φ. the door leading to the garden, D.47.53; αἱ εἰς τὴν πόλιν φ. πύλαι, αἱ ἐπὶ τὸ τεῖχος φ. κλίμακες, X.HG7.2.7, cf. PMich.Zen.38.27 (iii B. C.), Plb.10.12.3.
    b of time,

    τῇ νυκτὶ τῇ φερούσῃ εἰς τὴν β τοῦ Παχών PPetr.3p

    .x (iii B. C.), cf. PTeb.61 (b) 288 (ii B. C.), BGU1832.5 (i B. C.), etc.
    3 metaph., lead to or towards, be conducive to,

    ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10

    ;

    τὰ ἐς ἄκεσιν φέροντα Id.4.90

    ; ἐς βλάβην, ἐς φόβον φέρον, S.OT 517, 991;

    εἰς ὄκνον E.Supp. 295

    : esp. in good sense, tend, conduce to one's interest, ἐπ' ἀμφότερά τοι φέρει (impers.)

    ταῦτα ποιέειν Hdt.3

    . 134; so

    τὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα X.Mem.4.2.31

    ;

    τροφαὶ μέγα φ. εἰς ἀρετάν E.IA 562

    (lyr.); μέγα τι οἰόμεθα φέρειν (sc. κοινωνίαν γυναικῶν τε καὶ παίδων)

    εἰς πολιτείαν Pl.R. 449d

    ; τὰ καλὰ ἐπιτηδεύματα εἰς ἀρετῆς κτῆσιν φ. ib. 444e, cf. X.Cyr.8.1.42; τοῦτο ἔφερεν αὐτῷ was for his good, M.Ant.5.8.
    b point to, refer to a thing,

    ἐς τί ὑμῖν ταῦτα φαίνεται φέρειν; Hdt.1.120

    ; φωνὴ φέρουσα πρός τινα addressed to him, Id.1.159;

    ἐς ἀρηΐους ἀγῶνας φέρον τὸ μαντήϊον Id.9.33

    , cf. 6.19; [ὄψις] φέρει ἐπὶ πᾶσαν γῆν refers to.., extends over.., Id.7.19; τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φ. point to him, Antipho 2.3.10;

    πρός τινας Pl.R. 538c

    ;

    ταύτῃ <ὁ> νόος ἔφερε Hdt.9.120

    ; ἡ τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς .., the people's opinion inclines to this, that.., Id.4.11;

    ἐπὶ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Th.1.79

    : c. inf., τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν whose opinion inclined to giving battle, Hdt.6.110, cf. 5.118; πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι his opinion inclined rather to the view.., Hdt.8.100, cf. 3.77.
    VIII carry or have in the mouth, i. e. speak of,

    πολύν τινα ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρειν Aeschin.3.223

    ; use a word,

    οὐκ οἶδα καθ' ὁποτέρου τούτων οἱ παλαιοὶ τὸ τῆς ζειᾶς ἔφερον ὄνομα Gal.Vict.Att.6

    , cf. 7.644, 15.753, 876; record an event,

    οἱ δευτέρῳ μετὰ τὴν ἔξοδον.. ἔτει φέροντες αὐτήν D.H.1.63

    : more freq. in [voice] Pass., πονηρῶς, εὖ, φέρεσθαι, to be ill or well spoken of, X.HG1.5.17, 2.1.6;

    ἀτίμως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων φ. Pl.Ep. 328e

    ; abs., φέρεται [the report] is carried about, i.e. it is said, c. acc. et inf.,

    τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίνεσθαι Hdt.8.104

    (v.l.); ἐν χρόνοις φέρεται μνημονευομένοις is recorded as occurring within historical times, Str.1.3.15;

    ὅτε καὶ Δημόκριτος φέρεται τελευτήσας Sor.Vit.Hippocr.11

    ;

    κρίνομεν.. τὰ γραφέντα ὑφ' ἡμῶν προστάγματα ἐν τοῖς ἱεροῖς νόμοις φέρεσθαι παρ' ὑμῖν OGI331.60

    (Pergam., ii B. C.);

    ὧν τὰ ὀνόματα φέρεται

    are in use,

    Ptol.Geog.7.4.11

    ; of literary works, to be in circulation,

    ἐπιστόλιον αὐτοῦ τοιοῦτον φέρεται Plu.2.808a

    , cf. 209e, 832d, 833c, al., Jul.Or.6.189b, Gp.2.35.8, Eun.VSp.456 B.; πρόλογοι διττοὶ φέρονται Arg.E.Rh.; ὁ στίχος οὗτος ἔν τισιν οὐ φέρεται Sch.E. Ph. 377, cf. Sch.Il.8.557.
    2 of words, φέρεσθαι ἐπί τι to refer to something, A.D.Pron.61.5, Synt.21.14, al.
    IX imper. φέρε like ἄγε, as Adv., come, now, well,
    1 before another imper.,

    φέρε γὰρ σήμαινε A.Pr. 296

    (anap.);

    φέρ' εἰπὲ δή μοι S.Ant. 534

    ;

    φ. δή μοι τόδε εἰπέ Pl.Cra. 385b

    ; so

    φέρετε.. πειρᾶσθε Hdt.4.127

    .
    2 before [ per.] 1sg. or pl. of subj. used imperatively, φέρε ἀκούσω, φέρε στήσωμεν, Hdt.1.11,97;

    φ. δὲ νῦν.. φράσω Id.2.14

    ;

    φέρ' ἴδω, τί δ' ἥσθην; Ar.Ach.4

    ;

    φέρε δὴ κατίδω Id. Pax 361

    , cf. 959; φ. δὴ ἴδωμεν, φ. δὴ σκεψώμεθα, Pl.Grg. 455a, Prt. 330b, cf. E.Or. 1281 (lyr.), Ph. 276, etc.: less freq. before 2 pers.,

    φέρε.. μάθῃς S.Ph. 300

    .
    3 before a rhetorical question,

    φέρε.. τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; E.Ph. 571

    ;

    φ. δὴ νῦν.. τί γαμεῖθ' ἡμᾶς; Ar.Th. 788

    (anap.), cf. Ach. 541, Pl.R. 348c; φ. μῶν οὐκ ἀνάγκη .. ; Id.Lg. 805d; φ. πρὸς θεῶν πῶς .. ; Id.Grg. 514d; freq. in phrase

    φέρε γάρ, φέρε τίς γὰρ οὗτος; Ar.Nu. 218

    ;

    φ. γὰρ πρὸς τίνας χρὴ πολεμεῖν; Isoc.4.183

    , cf. Antipho 5.36; also

    φ. δή Pl.Grg. 455a

    , al.: usu. first in a sentence, but

    τὴν ἀνδρείαν δὲ φ. τί θῶμεν; Id.Lg. 633c

    , etc.
    4 φέρε δή, ἐάν πῃ διαλλαχθῶμεν .. come let us see if we can.., Id.Cra. 430a.
    5 φέρε c. inf., suppose, grant that..

    φ. λέγειν τινά Plu.2.98b

    ; φ. εἰπεῖν let us say, D.Chr.31.93, 163, Porph.Abst.3.3;

    οἷον φ. εἰ. Iamb. in Nic.p.47

    P., al. ( οἷον φέρε alone, Hierocl. in CA11p.439M.).
    X part. neut. τὸ φέρον, as Subst., destiny, fate, τὸ φ. ἐκ θεοῦ [καλῶς] φέρειν [χρή] ye must bear nobly what heaven bears to you, awards you, S.OC 1693 (lyr., codd., sed secl. καλῶς, χρή)

    ; εἰ τὸ φερον σε φέρει, φέρε καὶ φέρου AP 10.73

    (Pall.).
    2 part. φέρων in all genders freq. joined with another Verb:
    a to express a subsidiary action, φέρων ἔδωκε he brought and gave, Od.22.146; δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων take this and give it him, 17.345; ἔγχος ἔστησε φέρων brought the spear and placed it, 1.127; σῖτον παρέθηκε φέρουσα ib. 139, al., cf. S.Tr. 622;

    τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα Pl.Hp.Ma. 282e

    , cf. R. 345b; so

    ὁ μὲν Ἐπίχαρμον.. εἰς δέκα τόμους φέρων συνήγαγεν Porph.Plot. 24

    ; ἑκάστῃ ἐννεάδι τὰ οἰκεῖα φέρων συνεφόρησα ibid., etc.; sts. translatable by with,

    ᾤχοντο φέροντες τὰ γράμματα Th.7.8

    .
    b intr., in pass. sense, to denote unrestrained action,

    νῦν σε μάλ' οἴω.. φέροντα.. φιλητεύσειν h.Merc. 159

    ; φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ she went and rammed, rammed full tilt, Hdt.8.87; ὅταν ἐπὶ θάτερ' ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς, οἴχεται φέρον down it sinks, D.5.12;

    τὰ μὲν ἄλλα μέρη τοῦ πολέμου παρῆκαν, φέροντες δὲ παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν

    hurling themselves,

    Plb.1.17.8

    ;

    εἰς τοῦτο φέρων περιέστησε τὰ πράγματα Aeschin.3.82

    ; ὑπέβαλεν ἑαυτὸν φέρων Θηβαίοις ib.90, cf. 1.175, 3.143,146; in the foll. passages φέρων accompanies a Verb of throwing, giving, entrusting, or dedicating, and expresses wholehearted action, whether wise or unwise; there is always an accus., freq. of the reflex. Pron., governed by the principal Verb (or perh. by φέρων): ἐπεὶ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον (sc. ὁ Ἐμπεδοκλῆς ) when I went (or took) and threw myself.., Luc.Icar.13, cf. Fug.1, Plu.Comp.Arist. Cat.1, Fab.6, Per.12, Paus.1.30.1, Ael.VH8.14, Frr.10,69, Philostr. VA3.4;

    τὴν κατασκευὴν.. φέρων ἐδωρήσατο τῇ μητρί D.S.31.27

    , cf. Ach.Tat.1.7;

    σεαυτὸν.. φέρων ἀπημπόληκας Luc.Merc.Cond.24

    ;

    τί παθόντες.. τοῖς ἀτέκνοις τῶν γερόντων ἐσποιεῖτε φέροντες αὑτούς; Luc. DMort.6.3

    , cf. Ind.19, Laps.22; ταύτῃ (sc. τῇ ὀργῇ)

    φέρων ὑπέθηκεν ἑαυτόν Plu.Them.24

    , cf. Per.7;

    τούτῳ φέροντες ὑποβάλλουσι τοὺς υἱούς Id.2.4b

    , cf. Luc.6, Pomp.27, Ael.VH6.1, Max.Tyr.1.2;

    προσέθετο φέρων ἑαυτὸν ἐκείνῳ Eun.VS p.456

    B., cf.pp.461,465 B., Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός; ἀλλὰ σοὶ μὲν, ὦ θεῶν πάτερ, ἐμαυτὸν φέρων ἀναθήσω Jul.Or.7.231b.
    3 ἔκκρισις.. ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων occurring at short intervals, Sor.2.45.
    XI φέρειν, φέρεσθαι are freq. added epexegetically to δίδωμι and similar Verbs,

    δῶκεν.. τρίποδα φέρειν Il.23.513

    , cf. 16.665, 17.131;

    τεύχεα.. δότω φέρεσθαι 11.798

    , cf. Od.21.349, E.Tr. 419, 454(troch.).
    B [voice] Pass. is used in most of the above senses:—special cases:
    I to be borne or carried involuntarily, esp. to be borne along by waves or winds, to be swept away, φέρεσθαι ἀνέμοισι, θυέλλῃ, Od.9.82, 10.54, cf. A.Pers. 276 (lyr.), etc.; πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, of Hephaestus falling from Olympus, Il.1.592; ἧκε φέρεσθαι he sent him flying, 21.120; ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι I let go my hands and feet, let them swing free [in the leap], Od.12.442, cf. 19.468; μέγα φέρεται πὰρ σέθεν, of a word uttered, comes with weight, Pi.P.1.87;

    βίᾳ φέρεται Pl.Phdr. 254a

    ;

    πνεῦμα φερόμενον Id.R. 496d

    ;

    τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀναπνοὰς εἴσω τε καὶ ἔξω φέρεται Gal.16.520

    ;

    ῥεῖν καὶ φέρεσθαι Pl.Cra. 411c

    ;

    φ. εἰς τὸν Τάρταρον Id.Phd. 114b

    ; simply, move, go,

    ποῖ γᾶς φέρομαι; S.OT 1309

    (anap.);

    οὐκ οἶσθ' ὅποι γῆς οὐδ' ὅποι γνώμης φέρῃ Id.El. 922

    , cf. E.Hec. 1076 (anap.), etc.; of the excreta,

    τὰ φερόμενα.. εἰ μὲν αὐτομάτως φέροιτο Philum.

    ap. Aët.9.12;

    πρὸς κοιλίαν φερομένην Aët.4.19

    : metaph.,

    εἰς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr. 729

    ;

    πρὸς τὴν τοῦ κάλλους φύσιν Pl.Phdr. 254b

    , cf. X.Mem.2.1.4; ἐπὶ ταὐτὸ φέρονται have the same tendency, Phld.Vit.p.42 J.;

    ἀπὸ δογμάτων καὶ ἀπὸ θεωρημάτων φ. Vett.Val.238.30

    ; of veins, to be conveyed, Gal.15.531; also ἡ φερομένη οὐσία (the doctrine of) universal motion, Pl.Tht. 177c; οἱ φερόμενοι θεοί the moving gods, i. e. the stars and planets, Plot.2.3.9.
    2 freq. in part. with another Verb of motion, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας they fell into their hands with a rush, at full speed, Hdt.8.91;

    ἀπὸ.. ἐλπίδος ᾠχόμην φερόμενος Pl.Phd. 98b

    ;

    ἧκε φερόμενος εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Aeschin.3.89

    .
    3 of voluntary and impulsive motion,

    ἰθὺς φέρεται μένει Il.20.172

    ; ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι come to blows with him, X.Cyn.10.21;

    δρόμῳ φ. πρός τινα Id.HG4.8.37

    ;

    φυγῇ εἰς ἑαυτοὺς φ. Id.Cyr.1.4.23

    ;

    ἥξει ἐπ' ἐκεῖνον τὸν λόγον φερόμενος Lycurg.59

    ;

    φερόμενος ὑπ' ὀργῆς D.H.Comp.18

    .
    II metaph., καλῶς, κακῶς φέρεσθαι, of things, schemes, etc., turn out, prosper well or ill, succeed or fail,

    οὔτ' ἂν.. νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν S.Aj. 1074

    ;

    κακῶς φ. τὰ ἑαυτοῦ X.HG3.4.25

    ;

    εὖ φέρεται ἡ γεωργία Id.Oec.5.17

    ; ὀλιγώρως ἔχειν καὶ ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι to neglect things and let them take their course, D.8.67; less freq. of persons, fare well or ill, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις being generally successful.., Th.5.16, cf. 15;

    καλῶς φερόμενος τὸ καθ' ἑαυτόν Id.2.60

    ;

    φ. ἐν προτιμήσει παρά τινι D.S.33.5

    ;

    χεῖρον φερομένη παρὰ τἀδελφῷ J.AJ16.7.6

    ; of euphonious writing,

    σύνθεσις καλῶς φερομένη Phld.Po.5.26

    .
    2 behave, ὑποκριτικῶς, ἀστάτως, etc., Vett.Val.38.20, 197.8, al.
    C [voice] Med.: for its chief usages, v. supr. A. VI. 3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρω

  • 16 ὁρίζω

    ὁρίζω, [dialect] Ion. [pref] οὐρ- Hdt. (v. infr.): [tense] fut.
    A

    ὁριῶ Arist.Cat. 5b5

    , ([etym.] δι-) Isoc. 4.174 : [tense] aor.

    ὥρισα S.Ant. 452

    , Pl.Lg. 864e ; [dialect] Ion.

    οὔρισα Hdt.3.142

    : [tense] pf.

    ὥρικα D.26.24

    , Arist.Mete. 382a19 :—[voice] Med., [tense] fut.

    - ιοῦμαι Pl.Tht. 190e

    , Lg. 737d: [tense] aor.

    ὡρισάμην Id.Tht. 148a

    , Epicr.11.18, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    ὁρισθήσομαι Pl.Tht. 158d

    : [tense] aor.

    ὡρίσθην Id.Chrm. 171a

    : [tense] pf.

    ὥρισμαι Th.1.71

    , Pl.Smp. 182a, etc.; but in med. sense, E.Hec. 801, D.31.5 : ([etym.] ὅρος):— divide or separate from, as a border or boundary, c.acc. et dat.,

    ὁ Νεῖλος ὁ τὴν Ἀσίην οὐρίζων τῇ Λιβύῃ Hdt.2.16

    : c. acc. et gen., S.Ph. 636 :—[voice] Pass.,

    θύρᾳ βαλανωτῇ ὡρισμένην ἀπὸ τῆς ἀνδρωνίτιδος X.Oec. 9.5

    ; or
    b with two accs. joined by καί, separate,

    [λίμνη] οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν Hdt.4.51

    , cf. 56,7.123, Arist.HA 501b16, OGI335.112 (Pergam., ii B. C.), Lyc.1289, etc.;

    ἐὰν.. κύκλος.. ὁρίζῃ τό τε ἀφανὲς καὶ τὸ φανερὸν ἡμισφαίριον Autol.Sph.4

    : hence

    ὁρίζων κύκλος Id.1.1

    ; v. ὁρίζων.
    2 bound,

    τὴν ἀρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ἡ Ἐρυθρὰ θάλαττα X.Cyr.8.6.21

    ;

    τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλοὺς.. Τρῆρες ὥριζον Th.2.96

    ; of a line (or surface) as limiting a surface (or solid), Arist. Metaph. 1017b17:—[voice] Pass.,

    Εὔβοια.. ὅροις ὑγροῖσιν ὡρισμένη E. Ion 295

    : metaph., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε so far let it go and no further, Th.1.71.
    3 pass between or through,

    διδύμους πέτρας E.Med. 433

    (lyr.).
    4 part, divide,

    χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν Id.Hel. 128

    ; ὁ. τινὰ ἀπὸ.. banish one from.., Id.Hec. 941 (lyr.):—[voice] Pass., ματρὸς ἐκ χερῶν ὁ. depart from.., Id. Ion 1459(lyr.), but very dub. in Ar.Ec. 202; cf. ἐξορίζω (A) 11, 111.
    II mark out by boundaries, mark out,

    βωμὸν ἱδρύσατο καὶ τέμενος περὶ αὐτὸν οὔρισε Hdt.3.142

    , cf. 6.108, S.Tr. 754, E.Hel. 1670, IG12.76.54, 42(1).76.19 ([voice] Pass., Epid., ii B.C.), etc.; v. infr. IV. 1: metaph., ὁ. τι ἔς τι limit one thing according to another, Th.3.82.
    2 trace out as a boundary, πόρον (of 10 tracing out the Bosporus), A.Supp. 546 (lyr.).
    III ordain, determine, lay down, αἶσα τόνδε σοὐρίζει (i.e. σοι ὁρίζει)

    μόρον Id.Ch. 927

    ( σοι πορίζει M1, σ' ὁ. M2) ;

    ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν E.IT 979

    ;

    ἐς τήνδε παῖδα ψῆφον ὥρισαν φόνου Id.Hec. 259

    ;

    ἡ Δίκη.. ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους S.Ant. 452

    ;

    [τὸν χρόνον] ὁ νόμος ὁ. Pl.Lg. 864e

    ;

    ἀριθμὸς ὁ ὁρίζων τὸ πολὺ καὶ τὸ ὀλίγον X.An.7.7.36

    ;

    τὸ δοῦλον γένος πρὸς τὴν ἐλάσσω μοῖραν ὥρισεν θεός E.Fr. 218

    ;

    ὁρίσατέ μοι μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους X.Mem.1.2.35

    : c. inf.,

    ἄνακτες ὥρισαν.. θανεῖν ἐμὴν δέσποιναν οὐ ψήφῳ μιᾷ E. Ion 1222

    , cf. S.Fr.24 ; ὁ. τινὰ θεόν determine one to be a god, deify, AP12.158.7 (Mel.) ;

    ὁ. θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν Lycurg.65

    , cf. Din.1.61 ([voice] Med.) ;

    θάνατον ὡρικέναι τὴν ζημίαν D.26.24

    :—[voice] Pass.,

    ὧραι ἑκάστοις εἰσὶν ὡρισμέναι Arist.HA 542a19

    , etc.; ἐπί τισι ὡρισμένοις on certain definite terms (cf. ῥητός), Id.Pol. 1285b22 ; ἀρχαὶ ἀριθμῷ ὡρισμέναι limited, definite, opp. ἄπειροι, Id.Metaph. 1002b18 ;

    τόποι ὡ. Id.Cael. 273

    a14 ;

    τὸ ὡρισμένον Id.Mete. 369b29

    .
    2 define a thing, Pl.Chrm. 171a ([voice] Pass.), X.Mem.4.6.4, al.: more freq. in [voice] Med. than [voice] Act., v. infr. IV. 3.
    IV [voice] Med., mark out for oneself, τίνα ὅρον ὁρίζῃ what criterion do you assign, Pl.Grg. 470b ; στήλας ὁ. set up stones as boundary marks, X.An.7.5.13 ;

    ὁ. χθόνα

    take possession of, take to oneself,

    A. Supp. 256

    ;

    γαῖα.. ἣν Πέλοψ ὁρίζεται E.Fr. 696

    ;

    ὁ. ἑαυτῷ μέρος τῆς οὐσίας Lys.17.6

    : with inf. added,

    ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν E.IT 969

    ;

    ὁρίζεσθαι βωμούς

    set up,

    S.Tr. 237

    (just like ὁρίζειν ib. 754) ; v. ὕπαστρος.
    2 determine for oneself, get or have a thing determined,

    ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια D.19.241

    , cf. v.l. in Lys.2.19 : c. acc. et inf., αὐτὸν πολεμεῖν ὁρίζομαι I lay it down that.., D.9.19 ; τί ποτ' ἄρ' ὡρίσαντο καὶ τίνος γένους εἶναι τὸ φυτόν; Epicr.11.18.
    3 define a thing,

    τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁ. Pl.R. 505c

    , cf.Sph. 246b ;

    ὁ. τὰς ἀρετὰς ἀπαθείας τινάς Arist.EN 1104b24

    , al. ;

    ἡδονῇ τε καὶ ἀγαθῷ ὁ. τὸ καλόν Pl.Grg. 475a

    ;

    τὸ ζῆν ὁ. δυνάμει αἰσθήσεως Arist.EN 1170a16

    , al.: c. acc. et inf.,

    ὁ. δικαίους εἶναι τοὺς εἰδότας κτλ. X.Mem.4.6.6

    , cf. Pl.Tht. 190e, etc.:— [voice] Pass., to be defined,

    [ἡ αἰδὼς] ὁρίζεται φόβος τις ἀδοξίας Arist.EN 1128b11

    ; οἷς αἱ φιλίαι ὁρίζονται ib. 1166a2 ;

    τὸ ὁριζόμενον Id.Top. 141b24

    , al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρίζω

  • 17 ἁμαρτία

    ἁμαρτία, ίας, ἡ (w. mngs. ranging fr. involuntary mistake/ error to serious offenses against a deity: Aeschyl., Antiphon, Democr.+; ins fr. Cyzicus JHS 27, 1907, p. 63 [III B.C.] ἁμαρτίαν μετανόει; PLips 119 recto, 3; POxy 1119, 11; LXX; En, TestSol, TestAbr, TestJob, Test12Patr; JosAs 12:14; ParJer, ApcEsdr, ApcSed, ApcMos; EpArist 192; Philo; Jos., Ant. 13, 69 al.; Ar. [Milne 76, 42]; Just., A I, 61, 6; 10; 66, 1, D. 13, 1 al.; Tat. 14, 1f; 20, 1; Mel., P. 50, 359; 55, 400; s. ClR 24, 1910, 88; 234; 25, 1911, 195–97).
    a departure fr. either human or divine standards of uprightness
    sin (w. context ordinarily suggesting the level of heinousness), the action itself (ἁμάρτησις s. prec.), as well as its result (ἁμάρτημα), πᾶσα ἀδικία ἁ. ἐστίν 1J 5:17 (cp. Eur., Or. 649; Gen 50:17). ἁ. w. ἀνομήματα Hv 1, 3, 1; descr. as ἀνομία (cp. Ps 58:3; TestJob 43:17) 1J 3:4; but one who loves is far from sin Pol 3:3, cp. Js 5:20; 1 Pt 4:8, 1 Cl 49:5; Agr 13. ἀναπληρῶσαι τὰς ἁ. fill up the measure of sins (Gen 15:16) 1 Th 2:16. κοινωνεῖν ἁ. ἀλλοτρίαις 1 Ti 5:22. ποιεῖν ἁ. commit a sin (Tob 12:10; 14:7S; Dt 9:21) 2 Cor 11:7; 1 Pt 2:22; Js 5:15; 1J 3:4, 8. For this ἁμαρτάνειν ἁ. (Ex 32:30; La 1:8) 1J 5:16; ἐργάζεσθαι ἁ. Js 2:9; Hm 4, 1, 2 (LXX oft. ἐργάζ. ἀδικίαν or ἀνομίαν). μεγάλην ἁ. ἐργάζεσθαι commit a great sin m 4, 1, 1; 8:2. Pl. (cp. Pla., Ep. 7, 335a τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα κ. ἀδικήματα) Hs 7:2. ἐπιφέρειν ἁ. τινί Hv 1, 2, 4. ἑαυτῷ ἁ. ἐπιφέρειν bring sin upon oneself m 11:4; for this ἁ. ἐπισπᾶσθαί τινι m 4, 1, 8 (cp. Is 5:18). προστιθέναι ταῖς ἁ. add to one’s sins (cp. προσέθηκεν ἁμαρτίας ἐφʼ ἁμαρτίας PsSol 3:10) Hv 5:7; m 4, 3, 7; Hs 6, 2, 3; 8, 11, 3; φέρειν ἁ. 1 Cl 16:4 (Is 53:4). ἀναφέρειν vs. 14 (Is 53:12). γέμειν ἁμαρτιῶν B 11:11. εἶναι ἐν ταῖς ἁμαρτίαις 1 Cor 15:17 (cp. Alex. Aphr., Eth. Probl. 9 II 2 p. 129, 13 ἐν ἁμαρτήμασιν εἶναι).—Sin viewed from the perspective of God’s or Christ’s response: ἀφιέναι τὰς ἁ. let go = forgive sins (Lev 4:20 al.) Mt 9:2, 5f; Mk 2:5, 7, 9f; Lk 5:20ff; Hv 2, 2, 4; 1 Cl 50:5; 53:5 (Ex 32:32) al. (ἀφίημι 2); hence ἄφεσις (τῶν) ἁμαρτιῶν (Iren. 1, 21, 2 [Harv. I 182, 4]) forgiveness of sins Mt 26:28; Mk 1:4; Lk 1:77; 3:3; 24:47; Ac 2:38; 5:31; 10:43; 13:38; Hm 4, 3, 2; B 5:1; 6:11; 8:3; 11:1; 16:8. διδόναι ἄφεσιν ἁ. AcPl Ha 2, 30; λαβεῖν ἄφεσιν ἁ. receive forgiveness of sins Ac 26:18 (Just., D. 54 al); καθαρίζειν τὰς ἁ. cleanse the sins (thought of as a stain) Hs 5, 6, 3; καθαρίζειν ἀπὸ ἁ. 1 Cl 18:3 (Ps 50:4; cp. Sir 23:10; PsSol 10:1); also καθαρισμὸν ποιεῖσθαι τῶν ἁ. Hb 1:3; ἀπολούεσθαι τὰς ἁ. Ac 22:16 ([w. βαπτίζειν] Just., D. 13, 1 al.). λύτρον ἁ. ransom for sins B 19:10.—αἴρειν J 1:29; περιελεῖν ἁ. Hb 10:11; ἀφαιρεῖν (Ex 34:9; Is 27; 9) vs. 4; Hs 9, 28, 3; ῥυσθῆναι ἀπὸ ἁ. 1 Cl 60:3; ἀπὸ τῶν ἁ. ἀποσπασθῆναι AcPlCor 2:9. Sin as a burden αἱ ἁ. κατεβάρησαν Hs 9, 28, 6; as a disease ἰᾶσθαι Hs 9, 28, 5 (cp. Dt 30:3); s. also the verbs in question.—Looked upon as an entry in a ledger; hence ἐξαλείφεται ἡ ἁ. wiped away, cancelled (Ps 108:14; Jer 18:23; Is 43:25) Ac 3:19.—Opp. στῆσαι τὴν ἁ. 7:60; λογίζεσθαι ἁ. take account of sin (as a debt; cp. the commercial metaphor Ro 4:6 and s. FDanker, Gingrich Festschr. 104, n. 2) Ro 4:8 (Ps 31:2); 1 Cl 60:2 (Just., D. 141, 3). Pass. ἁ. οὐκ ἐλλογεῖται is not entered in the account Ro 5:13 (GFriedrich, TLZ 77, ’52, 523–28). Of sinners ὀφειλέτης ἁ. Pol 6:1 (cp. SIG 1042, 14–16 [II A.D.] ὸ̔ς ἂν δὲ πολυπραγμονήσῃ τὰ τοῦ θεοῦ ἢ περιεργάσηται, ἁμαρτίαν ὀφιλέτω Μηνὶ Τυράννωι, ἣν οὐ μὴ δύνηται ἐξειλάσασθαι).—γινώσκειν ἁ. (cp. Num 32:23) Ro 7:7; Hm 4, 1, 5. ἐπίγνωσις ἁμαρτίας Ro 3:20; ὁμολογεῖν τὰς ἁ. 1J 1:9; ἐξομολογεῖσθε ἐπὶ ταῖς ἁ. B 19:12; ἐξομολογεῖσθαι τὰς ἁ. Mt 3:6; Mk 1:5; Hv 3, 1, 5f; Hs 9, 23, 4; ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰς ἁ. confess your sins to each other Js 5:16.—ἐλέγχειν τινὰ περὶ ἁ. convict someone of sin J 8:46; cp. ἵνα σου τὰς ἁ. ἐλέγξω πρὸς τὸν κύριον that I might reveal your sins before the Lord Hv 1, 1, 5.—σεσωρευμένος ἁμαρτίαις loaded down w. sins 2 Ti 3:6; cp. ἐπισωρεύειν ταῖς ἁ. B 4:6; ἔνοχος τῆς ἁ. involved in the sin Hm 2:2; 4, 1, 5. μέτοχος τῆς ἁ. m 4, 1, 9.—In Hb sin is atoned for (ἱλάσκεσθαι τὰς ἁ. 2:17) by sacrifices θυσίαι ὑπὲρ ἁ. 5:1 (cp. 1 Cl 41:2). προσφορὰ περὶ ἁ. sin-offering 10:18; also simply περὶ ἁ. (Lev 5:11; 7:37) vss. 6, 8 (both Ps 39:7; cp. 1 Pt 3:18); προσφέρειν περὶ ἁ. bring a sin-offering Hb 5:3; cp. 10:12; 13:11. Christ has made the perfect sacrifice for sin 9:23ff; συνείδησις ἁ. consciousness of sin 10:2; ἀνάμνησις ἁ. a reminder of sins of the feast of atonement vs. 3.
    special sins (ἁ. τῆς ἀποστασίας Iren. 5, 26, 2 [Harv. II 397, 4]): πρὸς θάνατον that leads to death 1J 5:16b (ἁμαρτάνω e); opp. οὐ πρὸς θάνατον vs. 17. μεγάλη ἁ. a great sin Hv 1, 1, 8 al. (Gen 20:9; Ex 32:30 al.; cp. Schol. on Pla., Tht. 189d ἁμαρτήματα μεγάλα). μείζων ἁ. m 11:4; ἥττων 1 Cl 47:4. μεγάλη κ. ἀνίατος Hm 5, 2, 4; τέλειαι ἁ. Hv 1, 2, 1; B 8:1, cp. τὸ τέλειον τῶν ἁ. 5:11 (Philo, Mos. 1, 96 κατὰ τῶν τέλεια ἡμαρτηκότων); ἡ προτέρα ἁ. (Arrian, Anab. 7, 23, 8 εἴ τι πρότερον ἡμάρτηκας) sin committed before baptism Hm 4, 1, 11; 4, 3, 3; Hs 8, 11, 3; cp. v 2, 1, 2.
    a state of being sinful, sinfulness, a prominent feature in Johannine thought, and opposed to ἀλήθεια; hence ἁ. ἔχειν J 9:41; 15:24; 1J 1:8. μείζονα ἁ. ἔχειν J 19:11; ἁ. μένει 9:41. γεννᾶσθαι ἐν ἁμαρτίαις be born in sin 9:34 (ἐν ἁμαρτίᾳ v.l).; opp. ἐν ἁ. ἀποθανεῖν die in sin 8:21, 24; AcPl Ha 1, 16. ἁ. ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν 1J 3:5.
    a destructive evil power, sin
    Paul thinks of sin almost in pers. terms (cp. Sir 27:10; Mel., P. 50, 359; PGM 4, 1448 w. other divinities of the nether world, also Ἁμαρτίαι χθόνιαι; Dibelius, Geisterwelt 119ff) as a ruling power that invades the world. Sin came into the world Ro 5:12 (JFreundorfer, Erbsünde u. Erbtod b. Ap. Pls 1927; ELohmeyer, ZNW 29, 1930, 1–59; JSchnitzer, D. Erbsünde im Lichte d. Religionsgesch. ’31; ROtto, Sünde u. Urschuld ’32; FDanker, Ro 5:12: Sin under Law: NTS 14, ’67/68, 424–39), reigns there vs. 21; 6:14; everything was subject to it Gal 3:22; people serve it Ro 6:6; are its slaves vss. 17, 20; are sold into its service 7:14 or set free from it 6:22; it has its law 7:23; 8:2; it revives (ἀνέζησεν) Ro 7:9 or is dead vs. 8; it pays its wages, viz., death 6:23, cp. 5:12 (see lit. s.v. ἐπί 6c). As a pers. principle it dwells in humans Ro 7:17, 20, viz., in the flesh (s. σάρξ 2cα) 8:3; cp. vs. 2; 7:25. The earthly body is hence a σῶμα τῆς ἁ. 6:6 (Col 2:11 v.l.).—As abstr. for concr. τὸν μὴ γνόντα ἁ. ὑπέρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν (God) made him, who never sinned, to be sin (i.e. the guilty one) for our sakes 2 Cor 5:21.
    In Hb (as in OT) sin appears as the power that deceives humanity and leads it to destruction, whose influence and activity can be ended only by sacrifices (s. 1a end): ἀπάτη τῆς ἁ. Hb 3:13.—On the whole word s. ἁμαρτάνω, end. GMoore, Judaism I 445–52; ABüchler, Studies in Sin and Atonement in the Rabb. Lit. of the I Cent. 1928; WKnuth, D. Begriff der Sünde b. Philon v. Alex., diss. Jena ’34; EThomas, The Problem of Sin in the NT 1927; Dodd 76–81; DDaube, Sin, Ignorance and Forgiveness in the Bible, ’61; AGelin and ADescamps, Sin in the Bible, ’65.—On the special question ‘The Christian and Sin’ see PWernle 1897; HWindisch 1908; EHedström 1911; RBultmann, ZNW 23, 1924, 123–40; Windisch, ibid. 265–81; RSchulz, D. Frage nach der Selbsttätigkt. d. Menschen im sittl. Leben b. Pls., diss. Hdlb. ’40.—JAddison, ATR 33, ’51, 137–48; KKuhn, πειρασμός ἁμαρτία σάρξ im NT: ZTK 49, ’52, 200–222; JBremer, Hamartia ’69 (Gk. views).—B. 1182. EDNT. DELG s.v. ἁμαρτάνω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἁμαρτία

  • 18

    (οἱ, οἷ coni., ἱν coni., ; pl. σφε q. v.: never used as a direct reflexive: v. Des Places, 21f.)
    1 ; acc. pers. pron.: him, her, it

    κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14

    τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.25
    2 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correpted

    οἱ οὐδὲ N. 3.39

    ,

    οἱ ἀντάυσε P. 4.197

    : the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)
    a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29

    κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39

    φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59

    ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49

    ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8

    Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.
    b where οἱ has to some extent possessive significance.

    λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42

    σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15

    μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87

    μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37

    διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91

    κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7

    οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83

    καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαιςP. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.48

    αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117

    πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82

    χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.

    ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22

    ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40

    Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    c where οἱ in a subordinate clause refers
    a to the subject of the principal verb.

    ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65

    δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76

    ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243
    II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120
    d fragg. ]

    το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10

    ]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.
    e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]
    3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98]

    Lexicon to Pindar >

  • 19 ποτέ

    1 once
    a in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79

    θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45

    καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38

    χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13

    καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον

    στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18

    Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135

    κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.
    b within rel. cl.

    ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13

    ( ἔλαφον)

    ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    ( αἶνος)

    ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13

    ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33

    ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71

    τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9

    ( ὥρα)

    ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104

    ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    ( Πυθῶνι)

    ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4

    ( ἔπος)

    Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    “( ὄρνις) τόν ποτε δέξατP. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53 ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάνP. 4.107θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39

    Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    σὺν ᾧ ποτε

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90

    τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    ( θεός)

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    ( φιάλαισι)

    ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48

    ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54

    χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42

    ]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.

    οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8

    τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
    c in quasi rel. cl., c. part., simm.

    τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30

    τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258

    κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26

    d in subord. cl.

    ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112

    e modifying adv.

    ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31

    2 ever
    a c. neg.
    I in princ. cl.

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49

    οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44

    II c. inf.

    οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51

    παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77

    μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26

    b in subord. indef. cl.
    I conditional

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266

    εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσαςI. 6.42
    II rel.

    οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76

    3 referring to fut., some dayφαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαιP. 4.14

    ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293

    Lexicon to Pindar > ποτέ

  • 20 εὑρίσκω

    εὑρίσκω (s. prec. entry; Hom.+) impf. εὕρισκον (also ηὕρισκον Ex 15:22; Da 6:5 LXX; Mel., P. [consistently]); fut. εὑρήσω; 2 aor. εὗρον, and mixed forms 1 pl. εὕραμεν (BGU 1095, 10 [57 A.D.]; Sb 6222, 12 [III A.D.]) Lk 23:2, 3 pl. εὕροσαν LXX,-ωσαν GJs 24:3 (s. deStrycker p. 247), εὕρησαν 10:1 (s. deStrycker p. 245); pf. εὕρηκα. Mid. 2 aor. εὑράμην Hb 9:12 (B-D-F §81, 3; s. Mlt-H. 208). Pass.: pres. εὑρίσκομαι; impf. 3 sg. ηὑρίσκετο; 1 fut. εὑρεθήσομαι (W-S. §15 s.v.); 1 aor. εὑρέθην (also ηὑ-LXX); perf. εὕρημαι LXX.
    to come upon someth. either through purposeful search or accidentally, find
    after seeking, find, discover, come upon, abs. (opp. ζητεῖν, Pla., Gorg. 59 p. 503d; Epict. 4, 1, 51 ζήτει καὶ εὑρήσεις; PTebt 278, 30 [I A.D.] ζήτῶι καὶ οὐχ εὑρίσκωι) Mt 7:7f; Lk 11:9f; Ox 654 (=ASyn. 247, 20) preface 5 (restored Fitzmyer); GHb 70, 17; τινὰ ζητεῖν κ. εὑ. (3 Km 1:3) 2 Ti 1:17. τινὰ or τὶ ζητεῖν κ. οὐχ εὑ. (PGiss 21, 5; Sextus 28; 4 Km 2:17; 2 Esdr 17:64; Ps 9:36; Pr 1:28; SSol 5:6; Ezk 22:30; TestJob 40:7 ἐπιζητήσας αὐτὴν καὶ μὴ εὑρών) Mt 12:43; 26:60; Mk 14:55; Lk 11:24; 13:6f; J 7:34, 36; Rv 9:6. εὑ. τινά Mk 1:37; Lk 2:45; 2 Cor 2:13. τὶ Mt 7:14; 13:46; 18:13; Lk 24:3. νομήν pasture J 10:9 (cp. La 1:6); Ac 7:11; σπήλαιον GJs 18:1; τὸ πτῶμα 24:3. The obj. acc. can be supplied fr. the context Mt 2:8; Ac 11:26; GJs 21:2 (not pap). W. the place given ἐν τῇ φυλακῇ Ac 5:22. πέραν τῆς θαλάσσης J 6:25. Pass. w. neg. εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος if anyone(’s name) was not found written in the book of life Rv 20:15 (cp. PHib 48, 6 [255 B.C.] οὐ γὰρ εὑρίσκω ἐν τοῖς βιβλίοις; 2 Esdr 18:14). The pass. w. neg. can also mean: no longer to be found, despite a thorough search= disappear (PRein 11, 11 [III B.C.]) of Enoch οὐχ ηὑρίσκετο Hb 11:5 (Gen 5:24). ὄρη οὐχ εὑρέθησαν Rv 16:20; cp. 18:21. The addition of the neg., which is actually found in the Sahidic version, would clear up the best-attested and difficult rdg. of 2 Pt 3:10 καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται; other proposals in Nestle. See also Danker 2 below.
    accidentally, without seeking find, come upon τινά someone (PGen 54, 31 εὑρήκαμεν τὸν πραιπόσιτον; Gen 4:14f; 18:28ff; 1 Km 10:2; 3 Km 19:19; Sir 12:17; TestSol 18:21; Just., A II, 11, 3) Mt 18:28; 27:32; J 1:41a (Diog. L. 1, 109 τὸν ἀδελφὸν εὑρών=he came upon his brother), 43, 45; 5:14; 9:35; Ac 13:6; 18:2; 19:1; 28:14. Foll. by ἐν w. dat. to designate the place (3 Km 11:29; 2 Ch 21:17; 1 Macc 2:46; Herodian 3, 8, 6) Mt 8:10; Lk 7:9; J 2:14; τὶ someth. (Gen 11:2; 26:19; Judg 15:15; 4 Km 4:39 al.; Just., D. 86, 5) Mt 13:44 (Biogr. p. 324 εὑρὼν θησαυρόν); 17:27; Lk 4:17; J 12:14 (Phot., Bibl. 94 p. 74b on Iambl. Erot. [Hercher I 222, 38] εὑρόντες ὄνους δύο ἐπέβησαν); Ac 17:23. Pass. be found, find oneself, be (Dt 20:11; 4 Km 14:14; 1 Esdr 1:19; 8:13; Bar 1:7; TestSol 7:6; GrBar 4:11) Φ. εὑρέθη εἰς Ἄζωτον Philip found himself or was present at Azotus Ac 8:40 (cp. Esth 1:5 τοῖς ἔθνεσιν τοῖς εὑρεθεῖσιν εἰς τ. πόλιν; also s. 4 Km 2), on the other hand, a Semitic phrase … אֱשְׁתַּכַּח בְּ=to arrive in, or at, may underlie the expr. here and in εὑρεθῆναι εἰς τ. βασιλείαν Hs 9, 13, 2 (s. MBlack, Aramaic Studies and the NT, JTS 49, ’48, 164). οὐδὲ τόπος εὑρέθη αὐτῶν ἔτι ἐν τ. οὐρανῷ there was no longer any place for them in heaven Rv 12:8 (s. Da 2:35 Theod.); cp. 18:22, 24. οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τ. στόματι αὐτοῦ 1 Pt 2:22; 1 Cl 16:10 (both Is 53:9); cp. Rv 14:5 (cp. Zeph 3:13). ἵνα εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ (i.e. Χριστῷ) that I might be found in Christ Phil 3:9 (JMoffatt, ET 24, 1913, 46).
    w. acc. and ptc. or adj., denoting the state of being or the action in which someone or someth. is or is involved (B-D-F §416, 2; s. Rob. 1120f) discover
    α. w. ptc. (Thu. 2, 6, 3; Demosth. 19, 332; Epict. 4, 1, 27; PTebt 330, 5 [II A.D.] παραγενομένου εἰς τ. κώμην εὗρον τ. οἰκίαν μου σεσυλημένην; Num 15:32; Tob 7:1 S; 8:13; Da 6:14; 6:12 Theod.; TestSol 1:5 D; TestAbr A 5 p. 82, 25 [Stone p. 12], B 2 p. 109, 15 [Stone p. 60]; TestJob 37:8; ParJer 7:29 al.; Jos., Bell. 6, 136 τ. φύλακας εὗρον κοιμωμένους; Ath. 33, 1) εὑρίσκει σχολάζοντα he finds it unoccupied (that gives the condition for his return: HNyberg, ConNeot 2, ’36, 22–35) Mt 12:44. εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας he found others standing there 20:6 (cp. Jdth 10:6); cp. 21:2; 24:46; 26:40, 43; Mk 11:2; 13:36; 14:37, 40; Lk 2:12; 7:10; 8:35; 11:25; 12:37, 43; 19:30; Ac 5:23; 9:2; 10:27; 27:6; 2 Cl 6:9; ITr 2:2 and oft. εὗρεν αὐτὴν ὀγκωμένην GJs 13:1a; 15:2; εὗρον τὸ αἷμα (πτῶμα pap) αὐτοῦ λίθον γεγενημένον 24:3; εὗρον αὐτὸν ἔτι ζῶντα AcPl Ha 10, 12; εὑρήσετε δύο ἄνδρας προσευχομένους ibid. 19. W. ellipsis of the ptc. εὑρέθη μόνος (sc. ὤν) Lk 9:36. ὁ ὄφις … εὗρεν τὴν Εὔαν μόνην GJs 13:1b; οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον (ὄν) Lk 23:4; cp. vs. 22.
    β. w. adj. (TestAbr A 12 p. 91, 24 [Stone p. 30] εὗρεν αὐτῆς ζυγίας τὰς ἁμαρτίας; ApcMos 16) εὗρον αὐτὴν νεκράν Ac 5:10 (TestJob 40:11). εὕρωσιν ὑμᾶς ἀπαρασκευάστους 2 Cor 9:4.
    γ. elliptically w. a whole clause οὐχ οἵους θέλω εὕρω ὑμᾶς I may find you not as I want (to find you) 2 Cor 12:20. Several times w. καθώς foll.: εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς they found it just as he had told them Mk 14:16; Lk 19:32; GJs 15:2; cp. Lk 22:13. ἵνα … εὑρεθῶσιν καθὼς καὶ ἡμεῖς that they may be found (leading the same kind of life) as we 2 Cor 11:12.
    to discover intellectually through reflection, observation, examination, or investigation, find, discover, transf. sense of 1 (X., Hell. 7, 4, 2; M. Ant. 7, 1; Wsd 3:5; Da 1:20 Theod.; Jos., Ant. 10, 196; Just., A I, 31, 7 al.; Ath. 17, 2 ‘create’ an artistic work) τὶ someth.: I find it to be the rule Ro 7:21. ὧδε εὑ. ἐντολήν here I find a commandment B 9:5. τινά w. ptc. foll. find someone doing someth. (Anonymi Vi. Platonis p. 7, 18 Westerm.) Lk 23:2; Ac 23:29. Likew. τὶ w. ptc. foll. Rv 3:2. τινά w. adj. foll. 2:2. W. ὅτι foll. B 16:7. (TestSol 22:11). Of the result of a judicial investigation εὑ. αἰτίαν θανάτου find a cause for putting to death Ac 13:28. εὑ. αἰτίαν, κακόν, ἀδίκημα ἔν τινι J 18:38; 19:4, 6; Ac 23:9. εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα let them say what wrong-doing they have discovered 24:20. ποιεῖτε ἵνα εὑρεθῆτε ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως act in order that you may pass muster in the day of judgment B 21:6. Cp. 2 Pt 3:10 w. an emendation of καὶ γῇ κατὰ τὰ (for καὶ γῆ καὶ τὰ) ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται (cp. PsSol 17:8) and the earth will be judged according to the deeds done on it (FDanker, ZNW 53, ’62, 82–86).—W. acc. of a price or measure calculated εὗρον they found Ac 19:19; 27:28. W. indir. quest. foll. Lk 5:19 which, by the use of the article, can become an object acc.: εὑ. τὸ τί ποιήσωσιν 19:48. τὸ πῶς κολάσωνται αὐτούς Ac 4:21. W. inf. foll. ἵνα εὕρωσιν κατηγορεῖν αὐτοῦ in order to find a charge against him Lk 6:7; 11:54 D (but there is no accusative with εὕρωσιν; cp. PParis 45, 7 [153 B.C.] προσέχων μὴ εὕρῃ τι κατὰ σοῦ ἰπῖν=εἰπεῖν. For this reason it is perhaps better to conclude that εὑρίσκω with inf.=be able: Astrampsychus p. 5 ln. 14 εἰ εὑρήσω δανείσασθαι ἄρτι=whether I will be able to borrow money now; p. 6 ln. 72; p. 42 Dec. 87, 1. Then the transl. would be: so that they might be able to bring an accusation against him). Of seeking and finding God (Is 55:6; Wsd 13:6, 9; cp. Philo, Spec. Leg. 1, 36, Leg. All. 3, 47) Ac 17:27. Pass. εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν I have let myself be found by those who did not seek me Ro 10:20 (Is 65:1).—As נִמְצָא be found, appear, prove, be shown (to be) (Cass. Dio 36, 27, 6; SIG 736, 51; 1109, 73; 972, 65; POxy 743, 25 [2 B.C.]; ParJer 4:5; Jos., Bell. 3, 114; Just., A I, 4, 2; Tat. 41:3; Mel., P. 82, 603; Ath. 24, 4) εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα it was found that she was to become a mother Mt 1:18. εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ εἰς θάνατον (sc. οὖσα) the commandment proved to be a cause for death to me Ro 7:10. οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες; were there not found to return? Lk 17:18; cp. Ac 5:39; 1 Cor 4:2 (cp. Sir 44:20); 15:15; 2 Cor 5:3; Gal 2:17; 1 Pt 1:7; Rv 5:4; 1 Cl 9:3; 10:1; B 4:14; Hm 3:5 and oft. ἄσπιλοι αὐτῷ εὑρεθῆναι be found unstained in his judgment 2 Pt 3:14. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος when he appeared in human form Phil 2:7. εὑρεθήσομαι μαχόμνενος τῷ νόμῳ κυρίου … εὑρεθήσομαι παραδιδοὺς ἀθῶον αἷμα GJs 14:1.
    to attain a state or condition, find (for oneself), obtain. The mid. is used in this sense in Attic wr. (B-D-F §310, 1; Rob. 814; Phryn. p. 140 Lob.); in our lit. it occurs in this sense only Hb 9:12. As a rule our lit. uses the act. in such cases (poets; Lucian, Lexiph. 18; LXX; Jos., Ant. 5, 41) τὴν ψυχήν Mt 10:39; 16:25. ἀνάπαυσιν (Sir 11:19; 22:13; 28:16; 33:26; ἄνεσιν ApcEsdr 5:10) ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν rest for your souls 11:29. μετανοίας τόπον have an opportunity to repent or for changing the (father’s) mind Hb 12:17. σκήνωμα τῷ θεῷ Ἰακώβ maintain a dwelling for the God of Jacob Ac 7:46b (Ps 131:5). χάριν obtain grace (SSol 8:10 v.l.) Hb 4:16. χάριν παρὰ τῷ θεῷ obtain favor with God Lk 1:30; also ἐνώπιον τοῦ θεοῦ Ac 7:46a; GJs 11:2 (LXX as a rule ἐναντίον w. gen.; JosAs 15:14 ἐνώπιόν σου). ἔλεος παρὰ κυρίου obtain mercy from the Lord 2 Ti 1:18 (cp. Gen 19:19; Da 3:38).—The restoration [πίστιν εὑρ]ίσκομεν Ox 1081, 26 is not valid; on basis of the Coptic SJCh 90, 2 read w. Till p. 220 app.: [ταῦτα γιγν]ῴσκομεν.—B. 765; RAC VI, 985–1052. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εὑρίσκω

См. также в других словарях:

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»